Του π. Κωνσταντίνου Δέδε - Κληρικού της Μητροπόλεως Βελγίου

 

«Σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων…» ουχί «ευφημούντες τη ετησίω πανηγύρει του θεοφόρου Πατρός», αλλά εγκωμιάζοντες οφειλετικώς τον εραστή της του Δαμασκηνού τέχνης και επί πεντηκονταετίαν όλην ταπεινό διακονητή  του αναλογίου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Χαλκίδος, μακαριστό Πρωτοψάλτη κ. Σπυρίδωνα Σιμιτζή.

 

Οπωσδήποτε η θέαση του δασκάλου μέσω των οφθαλμών του μαθητού αυτού δεν θεωρείται ως η πλέον αξιόπιστος πηγή, αλλά όσοι είχαν την ευλογία να συναναστραφούν τον ηδύμολπο δάσκαλό μας, κατανοούν ότι οι αράδες αυτές δεν εγράφησαν αναιτίως, αλλά αποτελούν ειλικρινή ευχαριστίας σπαράγματα.

 

Ενδεχομένως για πλείστους εξ όσων έχουν την ευγενή καλοσύνη να διαβάσουν την ταπεινή μου αυτή εξομολόγηση, ο μακαριστός κυρ-Σπύρος παραμένει άγνωστος, αλλά το γεγονός αυτό είμαι σίγουρος πως οφείλεται στο εκκλησιαστικό ήθος και το ταπεινό φρόνημα, από τα οποία διακατείχετο ο δάσκαλός μας. Σε κάθε πρόταση ανάδειξης του έργου και της προσωπικότητός του, ήξερε με διάκριση περισσή να ευχαριστεί μεν, να αρνείται δε, διδάσκοντας σε όλους μας ένα ήθος ξεχασμένο, ήθος μιας άλλης εποχής. Είμαι βέβαιος πως ακόμα και τούτη την στιγμή κατ΄ουσίαν διαφωνεί με την δημοσιοποίηση αυτών των σκέψεών μου, αλλά τον παρακαλώ να μου επιτρέψει αυτή την φορά «να μην κάνω υπακοή».

 

Ο κυρ-Σπύρος γεννήθηκε στην Στενή Ευβοίας το έτος 1938 και υπήρξε γόνος λευιτικής οικογενείας. Ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου καλλιεργώντας σχέση ουσιαστική με την Αγία του Χριστού Εκκλησία, την οποία εκ μυχίων καρδίας αγάπησε. Από τα παιδικά του χρόνια υπήρξε λάτρης και εραστής της Ψαλτικής Τέχνης, γεγονός που επιβεβαιώνεται τόσο από την μουσική σπουδή και την παιδεία που κατάφερε να αποκτήσει με κόπο, δεδομένων των συνθηκών της εποχής, όσο και από την αέναη παρουσία του στο Ιερό Αναλόγιο έως και την προηγούμενη Κυριακή.

 

Φοίτησε στο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο της Ριζαρείου Σχολής και μαθήτευσε την ψαλτική τέχνη κοντά στους μακαριστούς Ιωάννη Μαργαζιώτη και Γεώργιο Σκλάβο. Το έτος 1968 διορίστηκε καθηγητής μουσικής και υπηρέτησε στη δημόσια εκπαίδευση έως το 2002. Διετέλεσε Πρωτοψάλτης του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίων Αναργύρων Νέας Ιωνίας, του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Χαλκίδος και, επί πεντήκοντα έτη,  Πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Χαλκίδος.

 

Δεν θα ήθελα να επεκταθώ σε πληροφορίες που αφορούν στην βιογραφία του, οι οποίες είναι εύκολα προσβάσιμες. Επιθυμώ να μοιραστώ μία κατάθεση καρδιακή για όσα έζησα μαθητεύοντας κοντά στον «του καλού Ποιμένος, ομόζηλον Ποιμένα», αφού ο αληθινός δάσκαλος, οπωσδήποτε, είναι ποιμένας για τους μαθητές του. Στο πρόσωπο του αληθινού δασκάλου βρίσκουν «οι εν νόσοις τον ιατρόν, οι εν κινδύνοις τον ρύστην, οι αμαρτωλοί τον προστάτην, οι πένητες τον θησαυρόν, οι εν θλίψεσι την παραμυθίαν, τον συνοδίτην οι οδοιπόροι, οι εν θαλάσση τον κυβερνήτην, οι πάντες τον πανταχού θερμώς προφθάνοντα» και είναι αλήθεια ότι ο κυρ-Σπύρος με την διακριτική, αέρινη και διδακτική βιωτή του υπήρξε πολλά από αυτά!

 

Ο Δάσκαλος μας ανήκε σε μία γενεά φιλόχριστη, για την οποία η κατά Χαλκίδα Εκκλησία καυχάται εν Κυρίω. Αυτή την γενεά που ίσως στα μάτια τα δικά μας φαντάζει αγκυλωμένη στον «τύπο», αλλά αναντιρρήτως κατείχε την «ουσία» που ο τύπος φυλάττει. Ανήκε σε αυτή την γενεά που όσο εκλείπει αισθάνομαι ότι ο κόσμος μας πτωχεύει, γιατί εμείς έχουμε απωλέσει και τον «τύπο» και την «ουσία».

 

Ο Δάσκαλός μας ήταν αυστηρός και ταυτόχρονα γλυκύς! Ήταν ταπεινός και μεθοδικός, σεμνός και ευγενής, μετρημένος και φιλότιμος.  Στα της εκκλησιαστικής του διακονίας ήταν πολύ προσεκτικός και ιεροπρεπής. Η ψαλτική του ήταν απλή, προσευχητική. Δεν υπήρχαν περιττές φωνές, κινήσεις ή βλέμματα. «Εδώ, εδώ ψάλλουμε τώρα…», σιγοψιθύριζε κάθε φορά που καταλάβαινε το βλέμμα μας να στρέφεται αλλού, έστω και για λίγο. Το εξώρασό του καθαρό, σιδερωμένο σωστά και προσεκτικά κουμπωμένο. Η ενδυμασία του επίσημη έχοντας κατά νου την ιερότητα του χώρου, αλλά και του διακονήματος.

 

Στο αναλόγιο υπήρχε τάξη και μάλιστα αυστηρή. «Εσάς τους δύο θα σας χωρίσω αν συνεχίσετε να μιλάτε…», μας έλεγε όταν και εμείς ως μαθητές κάναμε « την επανάστασή μας». Αισθανόμασταν ότι το μάθημα συνεχίζεται στο ψαλτήρι και το ψαλτήρι συνεχίζεται στο μάθημα, χωρίς αυτό να είναι φαιδρό, αφού για να συγκροτήσεις έναν σωστό ψαλτικό χορό, πρέπει πρωτίστως να  δημιουργήσεις μία όμορφη και δεμένη παρέα, σύμφωνα με τον σπουδαίο θεωρητικό, Ιερομόναχο Γαβριήλ.

 

Ο κυρ-Σπύρος μπορούσε σε μία στιγμή να γίνει από μικρό παιδί του χωριού μέχρι διακεκριμένος καθηγητής χωρίς να εκπίπτει της υψηλής θέσεώς του. Από την πρώτη μέχρι και την τελευταία Κυριακή που διακόνησε το Ιερό Αναλόγιο είχε το άγχος του μαθητή που βλέπει πρώτη φορά ένα μουσικό κείμενο και, ταυτόχρονα, την εξηκονταετή εμπειρία και σιγουριά του Πρωτοψάλτου.

 

Θυμάμαι τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος, κ. Χρυσόστομο, την ημέρα των διπλωματικών εξετάσεών μου στην ψαλτική να λέγει εξαίροντας τον βίο του δασκάλου μας ότι “μυρίζει λιβάνι”. Και συνέχισε αστειευόμενος λέγοντας πως βλέπει τον δάσκαλο κατά τη διάρκεια της εξέτασης να είναι πιο αγχωμένος από τον εξεταζόμενο. Μάλιστα εξέφρασε την σκέψη ότι αυτό μάλλον δεν θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια! Είχε δίκιο ο Δεσπότης μας, αυτό δεν άλλαξε ποτέ!

 

Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην ευγένεια και την φιλοτιμία της ψυχής του. Υπήρξε εξαιρετικά ευγενής με κάθε άνθρωπο και, ιδιαιτέρως, με όποιον επιθυμούσε να πλαισιώσει το αναλόγιό του. Έχει αντιγράψει χιλιάδες χειρόγραφα κείμενα, προκειμένου να έχουν όλοι την δυνατότητα να συμψάλλουν μαζί του. Χερουβικά, δοξολογίες, δοξαστικά και τόσα άλλα ψαλτικά κείμενα κλήθηκε να αντιγράψει ιδιοχείρως, αφού στην εποχή του δεν υπήρχε ή δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη η σχετική τεχνολογία.

 

Θυμάμαι μετά το πέρας κάθε ακολουθίας αυτή την επιτακτική παράκληση: «Θα πάμε για καφέ, ε;», στην οποία ο προσηνής χαρακτήρας και το αφοπλιστικό του χαμόγελο δεν επέτρεπε να αρνηθείς. Φυσικά, ο καθιερωμένος ψαλτικός καφές, πάντα κερασμένος από τον Δάσκαλό μας ατενίζοντας τις «ακατάληπτες παλίρροιες του Ευρίπου» και η προτροπή «να πάρετε ό,τι θέλετε» ήταν ακόμα μία στοργική και πατρική πράξη αγάπης.

 

Ο κυρ-Σπύρος με την ηδυφωνία και την λιγυροφωνία που τον διακατείχαν ως Ιεροψάλτη, αλλά και με το χάρισμα της διδασκαλίας κατάφερε στη συνείδηση των Χαλκιδαίων να συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με την ψαλτική τέχνη τα τελευταία εξήντα χρόνια. Πάραυτα, αντί να εορτάζει χρυσά ιωβηλαία και να εκζητεί τίτλους ή αξιώματα εκκλησιαστικά, δόξαζε τον Άγιο Θεό βλέποντας τους μαθητές του να πλημμυρίζουν τα αναλόγια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή στον δάσκαλο!

 

Αυτός ο ταπεινός και σπουδαίος ψάλτης με την Χάρη του Θεού κατάφερε να γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς ανθρώπους. Μαθήτευσαν κοντά του Αρχιερείς, Ιερείς, Ιεροψάλτες και προσέφερε απλόχερα στην εκκλησία δεκάδες φιλότιμους και καταξιωμένους εργάτες της ψαλτικής. Το έργο του δεν περιορίστηκε στην επαρχία της Χαλκίδος, αλλά επεκτάθηκε, ασφαλώς, και σε άλλες Μητροπόλεις, νομούς και χώρες. Απόδειξη όλων αυτών αποτελεί το γεγονός ότι μέχρι και εδώ, στην Εσπερία, υπάρχουν μαθητές που καυχώνται ως ψαλτικοί του απόγονοι, προσδίδοντάς του τον χαρακτηρισμό «κυρ-Σπύρος ο απλούς».

 

Αν θέλουμε να κρατήσουμε κάτι από αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο ας είναι η σοβαρότητα, η διάκριση και το ήθος του. Μας έλεγε συχνά ότι ο σκοπός της ψαλτικής είναι να κάνει τους πιστούς να προσεύχονται και προέτρεπε το ύφος μας να είναι σοβαρό και εκκλησιαστικό. Χωρίς φωνές άτακτες και βοές. Μας συνεβούλευε να ψάλλουμε πιστά όσα μάθαμε. Να έχουμε αγάπη για την λατρεία της Εκκλησίας, για την τάξη και την ιεροπρέπεια. Ο κυρ-Σπύρος δεν ξεχώριζε το διακόνημα της ψαλτικής από την ζωή του. Τόνιζε ότι ο ψάλτης πρέπει να εμπνέει τους πιστούς, όχι μόνο με την ψαλτική, αλλά και με την άμεμπτη και ένθεη βιωτή του. Ο δάσκαλός μας είχε την βεβαία πίστη ότι κάθε τέχνη υπάρχει για να δοξάζει τον Τεχνίτη.

 

Τέλος, δεν θα μπορούσαμε «μέγιστον ιεροψάλτην, εγκωμιάζοντες» να μην μνημονεύσουμε την πνευματική συγγένεια που είχε αναπτύξει ο μακαριστός δάσκαλός μας με τον Άγιο Νικόλαο. Παρέμεινε ταπεινός προσκυνητής και διακονητής του Ιερού Ναού του επί πενήντα και πλέον συναπτά έτη. Ακόμα και αν άλλαξαν Αρχιερείς, Ιερείς, Δομέστιχοι, συνεργάτες, επίτροποι ο κυρ-Σπύρος δεν εγκατέλειψε τον Άγιό του, ούτε επεδίωξε να λάβει κάποιο άλλο αναλόγιο. Υπήρχε μία αρίζηλος σχέση του δασκάλου μας με τον Άγιο, ένας άρρηκτος σύνδεσμος, μία ουσιαστική συνοδοιπορία ζωής.

 

Αισθάνομαι πως σε λίγες ημέρες, καθώς πλησιάζει η εορτή του Αγίου, θα χτυπήσει και πάλι το τηλέφωνό μου, για να με ρωτήσει: “Θα έρθετε να ψάλλουμε του Αγίου Νικολάου; Να έρθετε νωρίς!” Αλλά ετούτη τη φορά ο αγαπημένος μας δάσκαλος θα απουσιάσει. Η χθαμαλή και λιγυρά φωνή του σίγησε και η ευβοϊκή γη, την οποία τόσο αγάπησε και τίμησε ετοιμάζεται να αγκαλιάσει το σκήνωμά του.

 

Έχοντας βεβαία πίστη στην Ανάσταση γνωρίζουμε πως κατ΄ αυτήν την ερατεινήν πανήγυρην ο κυρ-Σπύρος θα εορτάσει χοραρχώντας τους αγγέλους στο ψαλτήρι του ουρανού, ψάλλοντας σε ρυθμό συνεπτυγμένο και σε ήχο πλάγιο του πρώτου: «Πανάγιε Νικόλαε, πρόφθασον, εξελού ημάς της ενεστώσης ανάγκης και σώσον την ποίμνην σου ταις ικεσίαις σου».

 

Καλό Παράδεισο, δάσκαλέ μου! Καλή αντάμωση!