Νεόφυτος Ἀδάμ

Νεόφυτος (κατά κόσμον Νικόλαος) Ἀδάμ. Γεννήθηκε στό χωρίο Φύλλα τῆς Χαλκίδος κατά τό ἔτος 1780. Τὰ πρῶτα γράμματα διδάχθηκε στὴ γενέτειρά του καὶ στὴ συνέχεια στὴ Χαλκίδα. Ἀφοῦ χειροτονήθηκε διάκονος σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, ἀκολούθησε τὸν μητροπολίτη Ἱερόθεο στὰ Ἰωάννινα, ὅπου συμπλήρωσε τὶς σπουδές του. Ἐκεῖ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν μητροπολίτη Ἄρτης Πορφύριο καὶ ἐργάστηκε ὡς Πρωτοσύγκελλος στὴ Μητρόπολη. Κατά τό ἔτος 1813 προήχθη σέ Ἐπίσκοπο τῆς ἄλλοτε διαλαμψάσης ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ Ἐπισκοπῆς Μιλητουπόλεως καί τό 1817 διαδέχθηκε τόν ἀποβιώσαντα Ἐπίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο. Μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία στὶς 19 Φεβρουαρίου 1820. Συμμετεῖχε στὴν Ἐπανάσταση ἀρχικὰ ὡς ἐπικεφαλῆς ἔνοπλων σωμάτων στὴν πολιορκία τῆς Καρύστου. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1823 διορίστηκε ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικὸ σῶμα Ἔξαρχος τῶν Νήσων τοῦ Αἰγαίου Πελάγους καὶ Σποράδων καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐξελέγη παραστάτης Εὐρίπου στὸ Γ΄ Βουλευτικὸ (1824). To 1827 συμμετεῖχε ὡς πληρεξούσιος Εὐρίπου στὴ Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας, ἐνῶ προηγουμένως εἶχε λάβει μέρος στὴ Συνέλευση τῆς Αἴγινας. Μετὰ τὴ λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐθνοσυνέλευσης, ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1827, διετέλεσε μέλος τῆς Βουλῆς ἕως τὴν αὐτοδιάλυσή της τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828. Μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια διορίστηκε Τοποτηρητὴς τῆς ἐπισκοπῆς Κυκλάδων καὶ ἀπὸ τὸ 1833 ἐπίσκοπος Φωκίδας (1833) καὶ στὴ συνέχεια, κατά τήν 7η Αὐγούστου τοῦ 1842 μετετέθη στήν Ἐπισκοπή Εὐβοίας, τήν ὁποία ἐποίμανε μέχρι τίς 11 Ἀπριλίου τοῦ 1851, καθ’ ἥν ἐτελεύτησεν ἐν εἰρήνη. Διετέλεσε πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας (1842-1850). Ὁ ἱεράρχης οὗτος συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν διαπρεψάντων ἀνδρῶν τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἐλλάδος.