Νικόλαος Σελέντης

Νικόλαος Σελέντης. Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης) ἐγεννήθη στήν ἱερά Νῆσο Τῆνο τό ἔτος 1931. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν εἰσήχθη, κατόπιν ἐπιτυχῶν ἐξετάσεων, τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 1949, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Κατά τήν διάρκεια τῶν σπουδῶν του συνδέθηκε μέ τήν Χριστιανική Ἀδελφότητα «Η ΖΩΗ», στό Οἰκοτροφεῖο τῆς ὁποίας καί διέμενε, ἐνῶ ἐργαζόταν καί ἱεραποστολικά, μέ Κατηχητικά Σχολεῖα, κηρύγματα, ὁμιλίες, τόσο κατά τήν διάρκεια τοῦ χειμῶνος, ὅσο καί κατά τήν περίοδο τοῦ θέρους, ὅταν βρισκόταν στήν Πατρίδα του, ὅπου ἐκήρυττε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στούς Ἱερούς Ναούς καί τά Μοναστήρια. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του, ὑπηρέτησε στίς τάξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ὡς ἀνθυπολοχαγός, συνεχίζοντας νά ἀσκεῖ καί τά ἱεροκηρυκτικά του καθήκοντα, μέ τήν ἄδεια τῶν κατά τόπους Μητροπολιτῶν, ὅπου ὑπηρέτησε. Ἔνα διάστημα τῆς θητείας του ὑπηρέτησε καί στή Σχολή Πεζικοῦ Χαλκίδος καί κήρυττε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στόν γειτονικό μέ τήν Σχολή Ἱ. Ναό τῆς Πολιούχου Ἁγίας Παρασκευῆς. Μετά τήν ἀπόλυσή του ἀπό τόν Στρατό γίνεται μέλος τῆς Ἀδελφότητος «Η ΖΩΗ» καί διακονεῖ κατ’ ἀρχήν στή ΧΕΕΝ Πειραιῶς καί στή συνέχεια ὡς ὑπεύθυνος τοῦ Φοιτητικοῦ Οἰκοτροφείου «Ἀπόστολος Παῦλος» στήν Ἀθῆνα, ὅπου ἀφήνει ἐποχή γιά τόν ἱεραποστολικό του ζῆλο καί τήν προσφορά του πρός τίς ψυχές τῶν νέων ἀνθρώπων. Στίς 22 Ἀπριλίου 1962, ἀφοῦ προηγουμένως ἐκάρη μοναχός, χειροτονήθηκε Διάκονος, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στήν Ἁγία Παρασκευή Ἀττικῆς, ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Πατάρων Μελέτιο καί, ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἱδίου ἔτους, διορίσθηκε Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων. Στίς 22 Σεπτεμβρίου τοῦ 1963 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἔλαβε τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων κυρό Κύριλλο, στόν Μητροπολιτικό Ἱ. Ναό Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Καρδίτσης. Ὡς ἱεροκήρυξ Καρδίτσης διηκόνησε ἕως τό θέρος τοῦ 1964, ὁπότε, γιά λόγους ὑγείας (ἰνώδης πλευρίτις), ἀναγκάσθηκε νά ἐπιστρέψει στήν Ἀθήνα, ὅπου παρέμεινε ἕως τόν Μάρτιο τοῦ 1966, ὁπότε καί διορίσθηκε Ἱεροκήρυξ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Μεγαλόχαρης τῆς ἱδιαιτέρας του Πατρίδος, τῆς Τήνου. Στό Ἱερό Ἵδρυμα τῆς Εὐαγγελιστρίας Τήνου διορίσθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου Δωρόθεο Α΄ στίς 16 Μαρτίου τοῦ 1966 καί παρέμεινε μέχρι τίς 19 Νοεμβρίου τοῦ 1968, ὁπότε ἐξελέγη ἀπό τήν Ἀριστίνδην Ἱερά Σύνοδο Μητροπολίτης Χαλκίδος εἰς διαδοχήν τοῦ ἐπίσης Τηνίου Μητροπολίτου καί θείου τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου τοῦ Α΄, ἀειμνήστου Γρηγορίου Πλειαθοῦ (+1971). Χειροτονήθηκε τήν Κυριακή 24 Νοεμβρίου 1968, στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεγαλόχαρης Τήνου, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κυρό Ἱερώνυμο καί τούς Μητροπολίτες Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας Δαμασκηνό, Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Στυλιανό καί Σύρου Δωρόθεο, ἐνώπιον πολλῶν Κληρικῶν, ἀλλά καί συμμετοχῆς ἀναριθμήτων εὐσεβῶν χριστιανῶν. Ἀπό τίς 8 Δεκεμβρίου 1968, ὁπότε καί ἐνθρονίστηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη, ἕως τίς 11 Ἰουλίου 1974, ὁπότε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό θρόνο του, διά τῆς 7ης Συντακτικῆς Πράξεως τοῦ τότε καθεστῶτος, δέν ἔδωσε κυριολεκτικά «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς του καί τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις του», ποιμαίνων τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ Λαό τῆς ἐπαρχίας του, μέσα ἀπό τήν διαρκῆ προσφορά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τήν ἔμπονη καί ἔντονη καί συνεχῆ προσευχή, τήν διαρκῆ καί ἀφειδόλευτη σπορά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν ἵδρυση πολλῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἱδρυμάτων, τά ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἀγάπης, τήν μέριμνα ὑπέρ τῆς νεότητος καί τήν ἀγωνία του γιά ἄσκηση ὀρθῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ἐκοιμήθη, σέ ἠλικία 44 μόλις ετών, στίς 19 Ἰανουαρίου 1975 νοσηλευόμενος στό Λονδῖνο, ὕστερα ἀπό χειρουργική ἐπέμβαση, στήν ὁποία ὑποβλήθηκε, καί ἐτάφη μέ παλλαϊκή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Χαλκίδος στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἄνω Βάθειας, στό Κοιμητήριο τῶν ἱεραρχῶν τῆς Χαλκίδος, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἐδημιούργησε.