ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΑΛΑΤΑΚΗ ΛΙΜΝΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
Α. ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Η τοπογραφία της περιοχής. Η ιστορική μονή του Αγίου Νικολάου, η επονομαζόμενη Γαλατάκη, βρίσκεται στις ΝΔ παρυφές του απόκρημνου όρους Κανδήλι της Βόρειας Εύβοιας. Ο ιερός της όγκος ορθώνεται σε ένα φυσικό πλάτωμα ολίγων στρεμμάτων, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 120 μ. από τη θάλασσα και έχει πρό-σβαση μόνον από τα δυτικά.
Η μονή περιβάλλεται, στην άμεση περίμετρό της, από ελαιώνες, συνολικής έκ-τασης 40 στρεμμάτων, ενώ την ευρύτερη περίμετρο καταλαμβάνει «διακατεχόμενο δάσος», το οποίο εκτείνεται στις βόρειες, βορειοανατολικές και βορειοδυτικές κλιτύες και απολήξεις του Κανδηλίου. Στον ανατολικό ελαιώνα της μονής και σε απόσταση 200 μέτρων από τον περίβολό της, υπάρχει το σπηλαιώδες εκκλησίδιο του αγίου Ανδρέα, με σπαράγματα αγιογραφιών, πιθανότατα των αρχών του 17ου αί. Βορειοδυτικά και σε απόσταση λίγων μέτρων από τον περίβολό της, συναντάται σύγχρονος ναΐσκος, αφιερωμένος στον άγιο Νεκτάριο, ενώ δυτικό-τερα και σε απόσταση 200 μέτρων, υψώνεται ένας απότομος βράχος, ο λεγόμενος «Κορακόλιθος». Σύμφωνα με καταγεγραμμένη παράδοση στο βράχο, που χρησιμοποιείτο κατά το παρελθόν ως παρατηρητήριο (καραούλι), πειρατές αιφνιδίασαν και δολοφόνησαν μοναχό/ βιγλάτορα. Σήμερα ο βράχος σημαίνεται με λευκό σταυρό, μεγάλων διαστάσεων, ο οποίος τοποθετήθηκε, με ενέργειες της μακαριστής γερόντισσας Θεοκτίστης, στη δεκαετία του 1970.
Δυτικά της μονής και σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων βρίσκεται η γραφική κω-μόπολη Λίμνη, πρωτεύουσα του σημερινού Καποδιστριακού Δήμου Ελυμνίων. Βόρεια, πίσω ακριβώς από τον ορεινό όγκο του Κανδηλίου, βρίσκεται ο οικισμός Τρούπι και βορειοδυτικά το Σπαθάρι. Νότιά της «απλούται η γελόεσσα λιμνοθάλασσα του Ευβοϊκού», με το παραλιακά αναπτυσσόμενο ρήγμα, το οποίο αρχίζει από τις παραθαλάσσιες απολήξεις του Κανδηλίου ανατολικά και καταλήγει στις παραθαλάσσιες απολήξεις του Τελεθρίου όρους δυτικά, να θεωρείται ως εκείνο με τις υψηλότερες τιμές βάθους στον Ευβοϊκό κόλπο. Επομένως από τη μονή Γαλατάκη έχομε υποχρεωτική θέα προς το νότιο και δυτικό ορίζοντα, αφού βόρεια και ανατολικά περιβάλλεται από τον ορεινό όγκο του Κανδηλίου.
Ο προσκυνητής που επιθυμεί σήμερα να επισκεφθεί το ιστορικό μοναστήρι, έχει στη διάθεσή του την ασφαλ-τοστρωμένη, κατά το ήμισυ, αμαξιτή οδό, η οποία ξεκινά από την παραλία της Λίμνης και αφού διασχίσει τις γραφικές τοποθεσίες: Κατούνια, Μαράντζα και Άγιος Γεώργιος, καταλήγει στην είσοδο της μονής. Οι άλλες οδοί πρόσβασης, απλοί δασικοί δρόμοι, που τη συνδέουν με τους γύρω ορεινούς οικισμούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ελάχιστα, καθώς βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση και έχουν επικίνδυνα σημεία, λόγω των εγκαρσίων τομών, για τη διαμόρφωση του οδοστρώματος, ενώ το μονοπάτι (3 ώρες πεζοπορία) προς Τρούπι είναι αδιάβατο κατά τη χειμερινή περίοδο.
Ηγουμένη: Μοναχή Φεβρωνία Κόλλια (μοναχές 6)
Τηλέφωνο: 22270.31489.
Ταχυδρομική Διεύθυνση: 340 05 Λίμνη.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η ιδρυτική παράδοση της μονής και η ιστορία της. Η μονή του Αγίου Νικολάου Γαλατάκη συνέθεσε, απ' αρχής ίδρυσής της, τη δική της ξεχωριστή πορεία και το δικό της μεγαλείο, ανάμεσα στα υπόλοιπα μοναστήρια της Εύβοιας. Ωστόσο σαφείς πληροφορίες για τον πρώτο ή τους πρώτους κτήτορες της μονής, ή κάποια ακριβή χρονολογία για την ίδρυση της, οι έως τώρα έρευνες δεν προσκόμισαν.
Έτσι εξακολουθεί να παραμένει διάχυτη η παράδοση ότι η μονή Γαλατάκη ιδρύθηκε από Βυζαντινό αυτοκράτορα στα τέλη του Ζ΄ ή στις αρχές του Η΄ αιώνα, και όσοι κατά καιρούς αναφέρονται στην ιστορία του δεν παραλείπουν να τονίζουν το γεγονός αυτό, επικαλούμενοι σιγίλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Ε΄ (1752), το οποίο σώζεται στο αρχείο της μονής και στο οποίο αυτή αναφέρεται ως «Μοναστήριον Βασιλικόν και Σταυροπηγιακόν».
Η περίπτωση βέβαια να ανάγεται, διαμέσου της παράδοσης, η καταγωγή της μονής Γαλατάκη στα χρόνια, του Βυζαντίου δεν είναι φαινόμενο μοναδικό στην μοναστηριακή ιστορία του Ελλαδικού χώρου, ούτε και ανεξήγητο. Είναι γνωστή η τάση και η ρομαντική διάθεση των μοναχών, ιδιαίτερα κατά το 19ο αιώνα, για λόγους αίγλης και κύρους, αλλά και για ουσιαστικότερους λόγους, όπως ο υπολογισμός προνομίων και οικονομικών ωφελημάτων, να αποδίδουν αυτοκρατορικούς και βασιλικούς τίτλους στα μοναστήρια τους και να θεωρούν ως κτήτορές τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι η παραπάνω ιδρυτική παράδοση της μονής εντοπίζεται για πρώτη φορά, σε γραπτή πηγή, που ρονολογείται από 5 Αυγούστου 1899.
Πιο συγκεκριμένα, σε αναφορά του ηγουμένου της μονής Αγάπιου Παπασπυρόπουλου (1898-1904) προς τη Νομαρχία Ευβοίας, με την οποία ζητείται έγκριση κονδυλίου 890 δρχ., για την ανακαίνιση του κτιριακού και ναϊκού συγκροτήματος, αναφέρεται: «Συμφώνως με παράδοσιν η μονή εκτίσθη υπό τινος Βυζαντινού Αυτοκράτορος προ 900 ή 1000 ετών». Σύμφωνα τώρα με τις μαρτυρίες εγγράφων του Οθωμανικού αρχείου της μονής, μπορούμε να ορίσουμε το 16ο αιώνα ως αυτόν της ακμής της, καθώς τότε μία σειρά αξιόλογων ηγουμένων της προχωρεί σε συνολική ανακαίνιση του, κουρασμένου από το χρόνο και τις ληστρικές επιδρομές, κτιριακού συγκροτήματος.
Από τους παράγοντες που επηρέασαν τις νέες αυτές εξελίξεις στη μονή Γαλατάκη αναφέρουμε, κατά χρονολογική σειρά, τους παρακάτω:
α) Τις πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες, που διαμορφώνονται στη Βόρεια Εύβοια, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1566). Τα νέα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα, παράγωγα της PaxOttomanica που θα επικρατήσει σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, θα επιτρέψουν την αναπτυξιακή διαχείριση της κτηματικής περιουσίας της μονής και την επένδυση του χρηματικού πλεονάσματος σε έργα απαραίτητα στην κοινοβιακή αδελφότητα.
β) Την κατοχύρωση της μονής με σταυροπηγιακά προνόμια. Σύμφωνα με ισχυρές ενδείξεις η υπαγωγή της μονή υπό τη σκέπη της μητέρας Εκκλησίας πρέπει να έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της γ΄ πατριαρχίας (1537-1545) του φιλομόναχου Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Α΄ και αποσκοπούσε στην απαλλαγή της μονής από τις πιέσεις των τοπικών επισκόπων Καναλίων και των αρχιεπισκόπων Ευρίπου. Τα σταυροπηγιακά δίκαια της μονής θα ανανεώσουν στη συνέχεια οι Οικουμενικοί Πατριάρχες του 17ου και του 18ου αιώνα [Μεθόδιος Γ΄ (1669), Κύριλλος Ε΄ ( 1752, 1753), Ιωαννίκιος Γ΄ (1761, 1762), Μελέτιος Β΄ (πιθ. 1768-9)].
γ) Την εγκατάσταση του οσίου Δαβίδ στη Βόρεια Εύβοια και την παράλληλη ίδρυση της μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (περίπου στα 1550), σε χώρο, που έως τότε δέσποζε η μονή Γαλατάκη. Το γεγονός αυτό λειτουργεί κυρωτικά για το ιστορικό μοναστήρι και παράλληλα προσδιορίζει νέα δεδομένα συμπεριφοράς των μοναζόντων, σε ολόκληρη τη διάρκεια του 16ου αιώνα.
Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την ιστορία της μονής απαντούν σε Σουλτανικό ορισμό, ο οποίος εκδίδεται στα 1503 από το Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄. Σύμφωνα με το περιεχόμενό του η μονή Γαλατάκη είχε ξεκινήσει αρκετά πριν το έτος εκείνο ένα πρόγραμμα εκτέλεσης οικοδομικών έργων, με κύριο σκοπό την προστασία της από επιδρομές πειρατών: «Επειδή το Μοναστήριον αυτών κείται πλησίον της θαλάσσης», αναφέρεται στον ορισμό, «και ερχόμενα τα πειρατικά πλοία ελεηλάτουν τα πράγματά των και τους εζημίουν, δια να προφυλαχθώσιν από αυτούς έκτισαν τοίχον και έβαλαν και σιδηράν θύραν, κατά το παλαιόν έθος». Συνολικά η παραπάνω μαρτυρία και ιδιαίτερα η φράση «κατά το παλαιόν έθος», αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Έμμεσα αλλά καθοριστικά αποτυπώνουν την παλαιότερη, πριν την Οθωμανική κατάκτηση, εξωτερική εικόνα της μονής, η οποία δεν πρέπει να απείχε πολύ από την τυπική μορφή των μοναστηριών της Ιουστινιάνειας περιόδου, με το έντονα φρουριακό ύφος.
Οι επόμενες μαρτυρίες για την εκτέλεση επισκευαστικών έργων στο κτιριακό συγκρότημα της μονής ανάγονται στα 1562. Τότε οι μοναχοί, με άδεια του Καδή του Ευρίπου, «Δερβίς Μεχμέτ», ανακαινίζουν «μερικά απο τα κελιά, εις τα οποία διαμένουν οι μοναχοί, όντα ετοιμόρροπα από την πολυκαιρίαν και έχουν ανάγκην επισκευής, ότι η στέγη των ούσα σεσαθρωμένη και χωρίς στερεότητα. Και η αναφερομένη αυλή των επίσης έχει ανάγκην επιδιορθώσεως». Παράλληλα με την προσωπική τους, άνετη και ασφαλή διαβίωση, οι μοναχοί φροντίζουν και για τη φιλοξενία των προσκυνητών, για τους οποίους οικοδομούν «ένα οίκημα προς φιλοξενίαν των κατά χειμώνα και θέρος προσερχόμενων διαβατών». Δυστυχώς από το περιεχόμενο του κειμένου δε προκύπτει, σε ποια πτέρυγα οι μοναχοί οικοδόμησαν τα παραπάνω οικήματα, ώστε να έχουμε και την εικόνα της τότε διάταξης των κτισμάτων της.
Στα 1588 η μονή Γαλατάκη περιγράφεται ως ένα «εκπεφοβισμένον Μοναστήριον», επειδή οι φρεγάτες του Τουρκικού στόλου που αγκυροβολούν στον κόλπο, κάτω από τη Μονή, λεηλατούν τα υπάρχοντά της, καθώς εισβάλλουν εύκολα στον περίβολο της από άνοιγμα που υπάρχει «κατά το ανατολικόν μέρος του περιβόλου». Με άδεια του «Καδή Ευρίπου Αλή» οι μοναχοί «οικοδόμησαν ένα νέο επίμηκες κατοικητήριον κατά το Ανατολικόν, το περιλαμβάνον μεμονωμένας τινάς κατοικίας το αντιστοιχούν προς Μιχράμ. Ως είδος προφυλακτηρίου, εκ ληστών και αλητών, χωρίς να πρόκειται περί αγοράς τινός ή καμμίας καταστάσεως αντιβαινούσης προς τον ιερόν νόμον».
Πρόσθετες μαρτυρίες για άλλες κατά καιρούς ανακαινίσεις του κτιριακού συγκροτήματος, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν έχουμε. Ωστόσο θα ήταν ατόπημα να τις αποκλείσουμε, καθώς στις διαθέσιμες πηγές αναφέρονται καταστροφές της μονής από πειρατές, από φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, που ήταν συχνοί στην περιοχή, και πυρκαγιές. Σε μια τέτοια μάλιστα περίπτωση πυρκαγιάς, στα 1756, η οποία κατέστρεψε τα κτίρια της νότιας πτέρυγας της μονής, επιχειρείται ζητεία στην Κων/πολη και σε άλλες περιοχές του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το άγιο λείψανο «της δεξιάς χειρός του αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου», ώστε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα, που θα επέτρεπαν την ανοικοδόμηση τους. Ωστόσο μεταγενέστερο έγγραφο, μας πληροφορεί ότι η ανέγερση της νότιας πτέρυγας δεν πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά το πέρας της ζητείας, αλλά πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στα 1894, από τον τότε ηγούμενο Λεόντιο Κοραχάη.
Στα 1787 ένα αιματηρό επεισόδιο, το οποίο συνδέεται κατά πάσα πιθανότητα με το ζήτημα της συνεχούς θείας Μεταλήψεως, θα οδηγήσει στην πρόσκαιρη διάλυση της μονής, ενώ η ανασυγκρότησή της από τον ηγούμενο Διονύσιο Χαλκά, που τοποθετείται περίπου στα 1800, θα είναι σύντομη, αφενός λόγω των αρπακτικών διαθέσεων Τούρκων δανειστών της μονής, αφετέρου λόγω των γεγονότων που ακολούθησαν την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Ιδιαίτερα για τα τελευταία γεγονότα σημαντικές μαρτυρίες προσφέρουν έγγραφα, αποκείμενα στο Γ.Α.Κ.-Τοπικό Αρχείο Λίμνης. Απ' αυτά πληροφορούμαστε ότι στα 1819 δύο Τούρκοι δανειστές της μονής Γαλατάκη «ο Δερβίς και ο Αυδής»,κατέλαβαν, εξαιτίας της αδυναμίας των μοναχών να αποπληρώσουν τα δάνεια, το κτιριακό συγκρότημα, «εξέωσαν τους τότε ηγούμενον αυτής και πατέρας και εισέπρατταν ως άλλοι δεσπότες τους καρπούς και ενέμοντο αυτούς». Με την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης οι Τούρκοι καταπατητές «την εγκατέλειψαν, αφού πρώτα ενέπρησαν αυτήν». Η μονή για κάποιο διάστημα, μεταξύ 1821-1822 θα χρησιμοποιηθεί ως αποθηκευτικός χώρος δημητριακών, από τον ήρωα της Επανάστασης Αγγελή Νικολάου ή Γοβιό, για να πυρποληθεί εκ νέου το 1823, από τα εξαγριωμένα στρατεύματα του Ιουσούφ Μπερκόφτσαλη, τα οποία θα εισβάλλουν στη Βόρεια Εύβοια. Όταν στα 1832 η μονή Γαλατάκη ανασυγκροτείται, εμφανίζει στο μοναχολόγιό της δυναμικό 8 μοναχών: Αθανάσιος Ρούσσος (Ηγούμενος), Αβράμιος Αργυρού, Νικηφόρος Ιωάννου, Δαμασκηνός Ιωάννου, Ναθαναήλ Δημητρίου, Σωφρόνιος Ευαγγελινού, Αγάπιος Ιωάννου και Ιάκωβος Ζωγράφος. Έτσι γλιτώνει από τον ληστρικό νόμο της αντιβασιλείας (Διάταγμα: 19 Δεκεμβρίου 1833), με τον οποίο διαλύθηκαν 513 μοναστήρια, σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια.
Σε ό,τι αφορά στην κατάσταση στην οποία οι μοναχοί βρήκαν το ησυχαστήριό τους, όταν έληξε η ανώμαλη περίοδος της Επανάστασης, αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί τραγική. Σε καταγραφή του Ι. Κώδικα, του 1837, διαβάζουμε: «Εν τη Μονή:6 οικήματα ανώγεια, 2 κατώγια και Μαγυρείον με φούρνον, ελαιοτριβείον, πάντα σε κακήν έως μετρίαν κατάστασιν, 8 ερείπια». Αδρή περιγραφή των καταστροφών που υπέστη η μονή, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, προσφέρει και η, από 7 Μαρτίου 1849, αναφορά που συνέταξε και απέστειλε προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ο Λιμνιώτης ηγούμενό της Αθανάσιος Ρούσσος. «Η μονή του Αγίου Νικολάου Γαλατάκη» γράφει ο ηγούμενος, «καταστραφείσα ένεκεν του πολέμου της Ελληνικής επαναστάσεως κατέστει ερείπιον, τα δε κτήματά της επίσηςκατεστράφησαν και το διασωθέν μικρό μέρος κατέστη δάσος κεχερσομένον. Ο ευσεβάστως υποφαινόμενος ηγούμενος και οι εν τη Μονή ταύτη μονάζοντες πατέρες, ότε απεφασίσαμεν και εσυνάχθημεν εν τη Μονή δεν εύρομεν άλλο, ειμή λίθους διεσκορπισμένους και μόνον τον ιερόν ναόν, διασωθέντα ως εκ θαύματος».
Με δάνειο 1.000 δρχ., το οποίο εξασφαλίστηκε από τα ταμεία του Δήμου Αιγαίων, θα ξεκινήσουν στα 1837 οι εργασίες αναστήλωσης των κτιριακών εγκαταστάσεων της μονής. Ο προϋπολογισμός επισκευής, που συντάχθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1837, προέβλεπε τις παρακάτω επισκευαστικές εργασίες: «1. Επισκευή στέγης φούρνου και του φούρνου. 2. Επισκευή τριών κελλίων (με δύο πάτους). 3. Επισκευή υπογείου. 4. Επισκευή ενός μαγαζίου με θόλο. 5. Επισκευή και ανέγερση ενός κτηρίου με πατώματα δύω, προς χρήσιν του μεν ενός προς υποδοχήν χριστιανών, του δε άλλου δια αποθήκην και το κάτω δια σταύλον. 6. Επισκευή της θύρας του Μοναστηρίου. 7. Επισκευή του υδραγωγείου και της βρύσεως. 8. Επισκευή της Εκκλησίας. 9. Επισκευή του παρεκκλησίου του Προδρόμου».
Αναστηλώσεις του κτιριακού συγκροτήματος θα διενεργούνται καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς σεισμοί, πυρκαγιές, αλλά και οι προχειρότητες στις επιδιορθώσεις, θα δημιουργούν συνεχώς νέες επισκευαστικές ανάγκες. Σε στατιστικό πίνακα του 1861: «Περί της καταστάσεως της Μονής Γαλατάκη» διαβάζουμε: «Η κατάστασις της οικοδομής της Εκκλησίας και εννέα κελλίων είναι καλή, των άλλων δε κελλίων σαθρά, χρήζοντα άμεσης βελτιώσεως».
Στα 1894 ο σεισμός της Αταλάντης προκαλεί σημαντικές ζημιές στο ήδη ταλαιπωρημένο κτιριακό συγκρότημα. Ο τότε ηγούμενος Λεόντιος Κοραχάης (1894-1898), άνθρωπος μικρής παιδείας και χαμηλού ηθικού αναστήματος, προχωρεί στη «μερική επισκευή ορισμένων κελλίων του ξενώνα αρκτικοανατολικώς», της υδροδεξαμενής και του μαγειρείου. Αυθαίρετες τροποποιήσεις του ωστόσο, με σημαντικότερη αυτή της κατάργησης του, επί της οροφής του νάρθηκα, κωδωνοστασίου και της μεταφοράς του στη νότια πτέρυγα, καθώς και η επίχριση του αγιογραφικού διακόσμου του καθολικού, «χάριν ευπρεπείας», θα αλλοιώσουν σε σημαντικό βαθμό τη εικόνα της μονής.
Η κατάσταση θα βελτιωθεί στο διάστημα 1904-1907, όταν ο τότε ηγούμενος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χαλκίδας και Καρυστίας, Χρύσανθος Προβατάς, θα διενεργήσει την τελευταία σοβαρή και ουσιαστική ανακαίνιση του κτιριακού συγκροτήματος. Με δαπάνη κονδυλίου 5.260 δρχ., από το αποθεματικό κεφάλαιο της μονής, ανακαινίζεται ολόκληρη η ανατολική πλευρά «η οποία στεγάζει ευρύχωρα κελιά», κατασκευάζεται νέο μαγειρείο και αποχωρητήριο στη βορειοανατολική πλευρά, ανακαινίζεται εξωτερικά και εσωτερικά ο πύργος και στο β΄ όροφό του εγκαθίσταται το ηγουμενείο. Για πρώτη φορά κατασκευάζεται στη μονή υπόγειο και ασφαλές αποχετευτικό δίκτυο, το οποίο και την απαλλάσσει από τους ελώδης πυρετούς, που την προηγούμενη επταετία είχαν οδηγήσει στο θάνατο 5 μοναχούς.
Η παραπάνω γενική ανακαίνιση που πραγματοποίησε ο φωτισμένος ηγούμενος Χρύσανθος Προβατάς, ήταν αυτή που ουσιαστικά διέσωσε τη μονή Γαλατάκη από την καταστροφή και εξαφάνιση και της έδωσε τη δυνατότητα να διατηρηθεί έως σήμερα.
Στις 15-11-1946, επί αρχιερατείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χαλκίδος Γρηγόριου Ε΄ Πλειαθού (1922-1968), η μονή θα μετατραπεί με Β.Δ. (ΦΕΚ 336), σε γυναικεία και θα εγκατασταθεί εννεαμελής συνοδεία μοναχών, με επικεφαλής τη γερόντισσα Χριστονύμφη Λάμπρου.
Στις 24 Ιουλίου 1958 η μονή ανακηρύσσεται διατηρητέο μνημείο με την υπ. αριθμ. 1532/49/6217/1958 πράξη του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, (ΦΕΚ 121 τ. Β΄: 29 Απριλίου 1958).
Σήμερα η μονή Γαλατάκη με την καθοδήγηση της γερόντισσας Φεβρωνίας Κόλια, έχει ανακαινισθεί, εκ βάθρων και παρουσιάζει την εικόνα ενός ιδεώδους κυττάρου ησυχαστικής ζωής.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΪΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ - Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ
Η σύγχρονη εικόνα της μονής Γαλατάκη. Η μονή Γαλατάκη είναι κτισμένη σε τετράπλευρη διάταξη (διαστ. 60Χ47 μ.), που ακολουθεί την κατωφερή γραμμή του εδάφους, με την εξωτερική της εμφάνιση να προσιδιάζει περισσότερο σ' αυτήν φρουρίου. «Τα προσειριδόμενα επί του περιβαλοτοίχου της μονής κατά το γνωστόν σύστημα, κτιρία των κελιών, του ηγουμενείου, του πύργου, των αποθηκών, της τράπεζας», που περιβάλλουν το καθολικό, ακολουθούν ως προς το οικοδομικό πρόγραμμα, τη γνωστή, κλασσική κτιριολογική δομή και μορφολογία που καθιέρωσε η ορθόδοξη μοναστική παράδοση. Η συγκεκριμένη μορφή, ειδικά στις μονές που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές απέβλεπε περισσότερο στην ασφάλεια αυτών που θα έμεναν στον περίβολό της και των απαραίτητων αγαθών, που θα αποθήκευαν και λιγότερο στην εξυπηρέτηση μιας άνετης διαμονής, καθώς η παντελής απομόνωσή της και η ελάχιστη απόσταση από τη θάλασσα, την καθιστούσαν συχνά στόχο ληστών και πειρατών, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της πρώϊμης Τουρκοκρατίας. Στοιχεία από το παρελθόν και από το παρόν συνυπάρχουν αρμονικά στο κτιριακό συγκρότημα της μονής, με απόλυτο σεβασμό προς το περιβάλλον. Χαρακτηριστικό όλων των κτισμάτων είναι η λιτότητα.
Ο κεντρικός πυλώνας. Στη νότια/νοτιοδυτική πλευρά του συγκροτήματος ορθώνεται ο κύριος πυλώνας της μονής και είναι μάλλον ο κλασσικός για τις ελληνικές μονές. Συνήθως ο κεντρικός πυλώνας των μοναστηριών έφερε δύο πόρτες για λόγους ασφαλείας, μία στην αρχή του διαδρόμου και μία στο τέλος του. Στο Γαλατάκη σήμερα υπάρχει μόνο εξωτερική θύρα, τετράγωνη μεταλλική, με ξύλινη επικάλυψη στην εξωτερική της πλευρά. Το εξωτερικό τοξωτό υπέρθυρο του πυλώνα (διαστ. 2,5Χ1,5 μ.), κοσμείται από θαυμάσιο ψηφιδωτό της Ελένης Βοΐλα (1962), που αναπαριστά τον άγιο Νικόλαο να ευλογεί δύο ιστιοφόρα πλοία, ενώ στο αντίστοιχο εσωτερικό υπέρθυρο έχει μεταφερθεί η παλαιά εικόνα του εξωτερικού υπέρθυρου, που απεικονίζει ένα ασυνήθιστο αγιογραφικά θέμα, την κοίμηση του Αγίου Νικολάου, σύμφωνα με τον τύπο της κοίμησης της Θεοτόκου. Στο αριστερό κάτω τμήμα της υπάρχει η παρακάτω επιγραφή:
«Εν έτη σωτηρίω 1897 επί ηγουμένου Λεόντιου Κοραχάη και συμβούλων Γαλακτίωνος, Ανδρέου και Νεκταρίου Βακογιάννη. Συνευδοκούντοςτου Σεβασμιοτάτου Αρχιεπισκόπου Χαλκίδος κυρίου Ευγενίου Δεπάστα. Ιωάννης Μυρίζος έγραψεν. Η ΜονήΓαλατάκη εδαπάνησεν».
Ο κλασσικός θολοσκεπής διάδρομος που ακολουθεί, μήκους 3,5 μ. και πλάτους 2,40 μ., διατρυπά τον τοίχο των κτιρίων και καταλαμβάνει το σύνολο του πλάτους τους. Στις πλευρές και σε όλο το μήκος τους, είναι κτισμένα τα γνωστά μικρά «θρανία», στα οποία ξαπόσταιναν οι προσκυνητές, έως ότου ο πορτάρης ανοίξει την πόρτα. Από το διάδρομο αυτό ο προσκυνητής οδηγείται απευθείας στο μοναστηριακό περίβολο, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του, προσκολλημένου στο Καθολικό, Νάρθηκα.
Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα της μονής στηρίζεται σε δύο επίπεδα, ώστε να εξουδετερωθεί η ανωφερής, από νότο προς βορά, κλίση του εδάφους. Ο προσκυνητής εντυπωσιάζεται αρχικά από το επιβλητικό σε όγκο, καθολικό, το οποίο καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση του περιβόλου. Δεξιά, στο χώρο που καταλαμβάνει η δυτική πτέρυγα, ο προσκυνητής αντικρίζει το πρόσφατα ανακαινισμένο ηγουμενείο, ενώ στη νότια πτέρυγα, το καμπαναριό, κτίσμα του 1897. Δίπλα του υψώνεται αγέρωχος ο αμυντικός πύργος της μονής και επάνω του ακουμπά το διώροφο κτίσμα της σιταποθήκης. Τη νότια πτέρυγα συμπληρώνει το ελαιοτριβείο.
Στην ανατολική πτέρυγα βρίσκεται η τράπεζα των μοναχών, καθώς και η τράπεζα των προσκυνητών, με ξεχωριστό μαγειρείο. Στην ίδια πτέρυγα, που είναι διόροφη, υπάρχει ο φούρνος και τα πλυντήρια, ενώ στον επάνω όροφο, το εργαστήρι και το παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα. Σ' αυτήν την πτέρυγα έχει πλέον μεταφερθεί και το παραπόρτι της μονής για να εξυπηρετεί την πρόσβαση στον ανατολικό ελαιώνα της μονής και στο σπηλαιώδες εκκλησίδιο του Αγίου Ανδρέα.
Ακριβώς δίπλα στο ναό και στη βόρεια πλευρά του κατασκευάστηκε, λόγω της επικλινότητας του εδάφους, ένας αναλλημματικός τοίχος για να σχηματιστεί έτσι, σε δεύτερο επίπεδο, μια επιπλέον στενή αυλή, στην οποία έχουν πρόσοψη τα κελιά της βόρειας πτέρυγας. Αυτή η πτέρυγα, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, είναι αποκλειστικά για τη χρήση των μοναχών. Εκεί βρίσκονται έξι μεγάλα κελιά, σε δύο ορόφους και το μοναδικό τριώροφο κτίριο, που στεγάζει κι αυτό κελιά. Στη θέση που σήμερα είναι η καμαροειδής κατασκευή με ένα ευρύχωρο κελί, βρισκόταν, έως και το 1907, το παραπόρτι της μονής. Τέλος στη συνάντηση της βόρειας και δυτικής πτέρυγας βρίσκεται το παλαιό μαγειρείο της μονής, με τη χαρακτηριστική καπνοδόχο. Η δυτική πτέρυγα είναι διώροφη με ξενώνες, στον επάνω όροφο και μεγάλο αποθηκευτικό χώρο κάτω, «το μπουντρούμι», όπως το αποκαλούν οι μοναχές. Συνολικά η μονή Γαλατάκη διαθέτει 72 κελιά, από τα οποία τα 66 είναι σε χρήση, ενώ τα 6 του πύργου χρησιμοποιούνται σε έκτακτες περιπτώσεις φιλοξενίας προσκυνητών.
Ακριβώς απέναντι από τη σκάλα που οδηγεί στην είσοδο του πύργου και ακουμπισμένος στη δυτική πλευρά του καθολικού βρίσκεται ο τάφος του Νικόδημου Βογιατζή, λιτός με λευκή πλάκα και την επιγραφή:
«ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ. ΑΠΟΒΙΩΣΑΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 1887».
Την εικόνα του εσωτερικού συμπληρώνει ο φυτικός διάκοσμος, νησίδες πολύχρωμης ομορφιάς, που βρίσκονται κατασκευής ήταν η κρήνη που είχε τοποθετήσει στα 1872, ο τότε ηγούμενος της μονής Νικόδημος Βογιατζής και η οποία έφερε την παρακάτω επιγραφή:
«Επιδιορθώθη το υδραγωγείον τούτο επιμελεία του ηγουμένουικόδημου Βογιατζή και των συμβούλων Κ. Κωνσταντινίδου και Λεόντιου Κοραχάη. Εν τη Μονή Γαλατάκη την 11ην Απριλίου 1872».
Το ναϊκό συγκρότημα. Περιγραφή. Ο, αφιερωμένος στον προστάτη των ναυτικών άγιο Νικόλαο, ναός, ανήκει στον αθωνικό τύπο, δηλαδή στον τρίκογχο, σταυροειδή εγγεγραμμένο, τετρακιόνιο με τρούλο ρυθμό, με πλάγιες κόγχες χοροστασίων, νάρθηκα και εφαπτόμενο, στη νοτιοδυτική πλευρά του, πλευρικό παρεκκλήσιο.
Σύμφωνα με τις τελευταίες απόψεις η διαμόρφωση του τύπου αυτού συντελέστηκε στο Άγιο Όρος, στο διάστημα από τα τέλη του 10ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, με πρώτο παράδειγμα την προσθήκη των πλευρικών χορών στο καθολικό της Μεγίστης Λαύρας, στις αρχές του 11ου αιώνα. Έτσι η ονομασία αθωνικός ή αγιορείτικος αποδίδει και την προέλευση του τύπου, που καθιερώθηκε στα μετέπειτα χρόνια ως κανόνας για τα καθολικά των μοναστηριών. Κατά το β΄ μισό του 16ου αι., εποχή κατά την οποία τοποθετείται και η «εξ βάθρων» ανακαίνιση του καθολικού της Μονής Γαλατάκη, η βυζαντινή παράδοση εξακολουθεί να επηρεάζει έντονα τα αρχιτεκτονικά πράγματα. Έρευνα για την τυπολογική σύγκριση του καθολικού της μονής Γαλατάκη, έχει να δώσει πολλά ανάλογα παραδείγματα, που ακολούθησαν τα βυζαντινά πρότυπα του αγιορείτικου τύπου, με κάποιες παραλλαγές και απλουστεύσεις. Από το πλήθος των μνημείων του συγκεκριμένου τύπου, που έχουν μέχρι σήμερα επισημανθεί στον ελλαδικό χώρο, αναφέρουμε το καθολικό της μονής Αντινίτσας (τέλη 15ου αί.) και της μονής Φλαμουρίου, τα καθολικά της μονής Αγάθωνος (τέλη 15ου αί.) και του Δουσίκου (1522-3), το καθολικό της Μεγάλης Παναγιάς στη Σάμο (1596), τα καθολικά των μονών Κορώνης (τέλη 16ου αί.) και Πέτρας στην Πίνδο (τέλη 16ου αί.), του Τιμίου Προδρόμου στη Σκόπελο (1636), κ.ά. Ειδικότερα για τα δύο πρώτα καθολικά, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι οι αναλογίες της διαμέτρου του τρούλου τους προς το πλάτος του ναού, είναι σχεδόν ίδιες με αυτές του καθολικού της μονής Γαλατάκη. Για την περιοχή που μας απασχολεί, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η ισχυρή επιρροή του Αγίου Όρους είναι πρόδηλη στο ναό του αγίου Δημητρίου (12ος αί.) της κοινότητας Αγίου Ιστιαίας και στο ναό της Θεοτόκου (14ος αί.), στη Μαραθιά Αιδηψού. Εξωτερικά το ναϊκό συγκρότημα παρουσιάζει επίπεδους τοίχους και πολυγωνικές αψίδες του Ιερού και των χορών. Το όλο κτίσμα είναι λιθόκτιστο. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στη τοιχοποιία είναι για τον κυρίως ναό γκρίζα πέτρα της περιοχής, μεγάλων διαστάσεων, από τη βάση του κτίσματος μέχρι περίπου τη μέση.
Από εκεί και έπειτα χρησιμοποιήθηκε κιτρινωπός πωρόλιθος, μικρότερων διαστάσεων, πιθανότατα για να απαλύνει το φορτίο των τοίχων. Και τα δύο είδη πέτρας είναι άριστα λαξευμένα και συνδέονται σε κανονικές στρώσεις με κονίαμα, το οποίο σήμερα δε διακρίνεται, λόγω της κάλυψης των αρμών με παχύ επίχρισμα τσιμέντου. Η τοιχοποιία του νάρθηκα, σε αντίθεση με την επιμελημένη του κυρίως ναού, παρουσιάζει προχειρότητα στην κατασκευή της. Τα υλικά δόμησης είναι σχετικά ακατέργαστα (αργολιθοδομία) και οι αρμοί καλύπτονται και εδώ με παχύ επίχρισμα τσιμέντου. Παρόλα αυτά διακρίνεται σε ορισμένα σημεία, προσπάθεια πλινθοπερίκτιστης κατασκευής.
Από τα διακοσμητικά στοιχεία του εξωτερικού του ναού, είναι χαρακτηριστικές οι δύο ταινίες τριπλής σειράς κεράμων, οι οποίες απέχουν 1 μέτρο από τη στέγη και το έδαφος αντίστοιχα. Επιπρόσθετα ο κυρίως ναός διακοσμείται και από γείσο πωρόλιθου, σε ύψος 1.25 μ. από το έδαφος. Τα παράθυρα του καθολικού επιστέφονται από οδοντωτή ταινία, ενώ μοναδικό μαρμάρινο στοιχείο εξωτερικά είναι οι νεότερες παραστάδες και το ημικυκλικό υπέρθυρο της θύρας του νάρθηκα.
Η, σύγχρονης κατασκευής, κεραμοσκεπή στέγη του ναού είναι δικλινής και υποδηλώνει το εσωτερικό σταυρικό σχήμα, καθώς ακολουθεί την κεραία του σταυρού και διακόπτεται μόνον από τα αετώματα, πιο ψηλά και πιο μέσα από τις πλάγιες κόγχες των χορών. Οι κόγχες του Ιερού καλύπτονται από τις ομαλές απολήξεις της, ενώ η κάλυψη των κογχών των χορών γίνεται με αυτοτελή τεταρτοσφαίρια. Ωστόσο τα γείσα των χορών είναι σε κοινή στάθμη με τον υπόλοιπο ναό, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις μονές Αντινίτσας και Φλαμου-ρίου. Κάτω από τη στέγη και κατά μήκος του περιγράμματος του ναού, υπάρχει διπλή οδοντωτή ταινία από πλίνθους, η οποία περιστοιχίζεται από οριζόντια πλίνθινη.Η κατασκευή του ναϊκού συγκροτήματος της μονής Γαλατάκη είναι βέβαιο ότι δεν ανάγεται σε ενιαία οικοδομική φάση. Εξίσου βέβαιο είναι ότι προϋπήρχε και της πρώτης γνωστής «εξ βάθρων» ανέγερσής του, την οποία πραγματοποίησε, κατά το γ΄ τέταρτο του 16ου αιώνα, ο τότε ηγούμενος Πιμίν και η συνοδεία του, σύμφωνα με την, εσωτερικά και επάνω από τη Βασίλειοθύρα, τοποθετημένη, εξάστιχη μεγαλογράμματη κτιτορική επιγραφή. Αυτή, σε μεταγραφή του Λιμνιώτη ιστοριοδίφη Νικόλαου Μπελλάρα είναι η παρακάτω:
«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΞ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΓΑΛΑΤΑΚΗ ΔΙΑ ΣΠΟΥΔΗΣ ΚΟΠΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΠΙΜΙΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ, ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΑΞΕΩΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ, ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΑΡΣΕΝΙΟΥ, ΔΑΝΙΗΛ, ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΙΟΗΛ. ΕΤΑΙΛΙΟΘΗ ΜΗΝΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Ε'. Επί έτους ζοδ ινδ. θ΄ (5 Δεκεμβρίου 1566)».
Ο Νάρθηκας.
Τη σημερινή μορφή του καθολικού της μονής Γαλατάκη συνθέτουν δύο συνεχόμενοι όγκοι. Δυτικά ο νάρθηκας (Λιτή), με το πλευρικό παρεκκλήσιο του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και ανατολικά ο πλούσιος, σε ογκοπλαστική διαμόρφωση, ναός, με τον ψηλοτύμπανο τρούλο και τις προεξέχουσες κόγχες των πλευρικών χορών και του τριμερούς ιερού στα ανατολικά. Ο τύπος του, ισοπλατή με το καθολικό, νάρθηκα της μονής Γαλατάκη, πρωτοεμφανίζεται στα αθωνικά καθολικά των μονών Χελανδαρίου (αρχές 14ου αί) και Κουτλουμουσίου (1540). Εκτός του Αγίου όρους τον ίδιο τύπο νάρθηκα συναντούμε στα καθολικά: της μονής της Παναγίας και του αγίου Δημητρίου στο Τσαγέζι, της μονής Αντινίτσας και της μονής Σουρβιάς του Πηλίου. Η κύρια είσοδός του είναι τοποθετημένη αξονικά στη δυτική πλευρά και φέρει δίφυλλη τοξωτή θύρα. Το δάπεδό του, είναι διαμορφωμένο 7 περίπου έκ., χαμηλότερα από τη στάθμη του φυσικού εδάφους, χωρίς να είναι βέβαιο αν η συγκεκριμένη επιλογή ήταν σκόπιμη, λόγω της φυσικής διαμόρφωσης του εδάφους κατά την εποχή της θεμελίωσης του ναού ή ακολουθούσε το όλο κλίμα της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Τοίχος, διαστάσεων 85 εκ., χωρίζει το νάρθηκα από τον κυρίως ναό, ενώ η επικοινωνία επιτυγχάνεται από τις τρεις πύλες, που διαθέτει. Την αξονικά τοποθετημένη, ορθογωνική βασίλειο θύρα και τις δύο στενότερες, επίσης ορθογωνικές, αριστερά και δεξιά. Επάνω από τη βασίλειο θύρα υπάρχει ανακουφιστικό τόξο με τη μορφή του αγίου Νικολάου σε στάση ευλογίας και δύο κόγχες εκατέρωθεν αυτής. Δύο μονολιθικοί, αρχαϊκοί κίονες με ακόσμητα κιονόκρανα, χωρίζουν το νάρθηκα σε τρία κατά μήκος τμήματα, και στηρίζουν παράλληλα τη χαμηλή οροφή του, που σχηματίζει εσωτερικά έξι τυφλούς θόλους. Μικρή θύρα, στο νότιο τοίχο, διευκολύνει την πρόσβαση στο πλευρικό παρεκκλήσιο, ενώ στο βόρειο τοίχο, υπάρχει δευτερεύουσα θύρα, ίδιων διαστάσεων, με αυτήν της εισόδου στο παρεκκλήσι, η οποία χρησιμοποιείται σήμερα, περισσότερο ως φωτιστικό άνοιγμα, του μάλλον σκοτεινού νάρθηκα, παρά ως δίοδος πρόσβασης. Τέσσερις επιπλέον παραλληλόγραμμες φωτιστικές θυρίδες, στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα, φροντίζουν για το φωτισμό του. Το δάπεδο του νάρθηκα καλύπτεται από τετράγωνα ασπρόμαυρα πλακίδια, τα οποία τοποθετήθηκαν στα 1907, κατά την ανακαίνιση που επιχείρησε ο τότε ηγούμενος της μονής Χρύσανθος Προβατάς (1904-1907). Δύο καρυδένια εικονοστάσια στηρίζονται στους αρχαϊκούς μονολιθικούς κίονες. Στο αριστερό κυριαρχεί η εικόνα του αγίου Νικολάου και στο δεξιό του Χριστού.
Ο κυρίως Ναός.
Ο ναός έχει σχήμα κάτοψης επίμηκες. Ο κεντρικός χώρος του χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετική ευρύτητα, η οποία εκφράζεται κυρίως με το πλησίασμα των κιόνων προς τους πλάγιους τοίχους.
Η αναλογία του εσωτερικού πλάτους του ναού, χωρίς τα χοροστάσια, είναι 2,05:1, σχέση που μας φέρνει κοντά στα παραδείγματα καθολικών των πρώιμων χρόνων της Τουρκοκρατίας, όπως της μονής Διονυσίου στο Άγιο Όρος =2:1, της Μεταμορφώσεως των Μετεώρων = 2,02:1, της μονής Αντινίτσας = 2,03:1, και της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων = 2,02:1. Στη διασταύρωση των κεραιών του σταυρού, υψώνονται τέσσερις αρχαϊκοί, σπονδυλωτοί κίονες, κυκλικής διατομής, εκ των οποίων οι δύο φέρουν Δωρικά και Ιωνικά κιονόκρανα και ο τρίτος βάση κίονα. Οι κίονες διαιρούν το ναό σε τρία κλίτη και στηρίζουν τον τρούλο.
Ο τρούλος του καθολικού, Παλαιολόγειου τύπου, φέρεται σε ψηλό τύμπανο το οποίο διαμορφώνεται εσωτερικά κυκλικό και εξωτερικά οκταγωνικό, με ισάριθμα αψιδώματα και φωτιστικές θυρίδες. Είναι κεραμοσκεπής και το γείσο του κοσμείται με διπλή οδοντωτή ταινία από πλίνθους, στην οποία παρεμβάλλεται πλίνθινη οριζόντια.
Ως προς τη θολοδομία του ο ναός καλύπτεται εσωτερικά με τις διασταυρούμενες καμάρες στις οροφές των κεραιών του σταυρού, δηλαδή στα σταυρικά τετράγωνα. Η κάλυψη της οροφής των γωνιακών διαμερισμάτων γίνεται με ασπίδες, ενώ των δύο πλευρικών κογχών με τεταρτοσφαίρια, που καταλήγουν σε ημικυλινδρικούς τοίχους προς τα κάτω. Τόξα ενώνουν τους κίονες μεταξύ τους, ενώ για τη σταθερότερη συνεργασία των φερόντων αυτών στοιχείων, έχουν πακτωθεί, κατά την αναστήλωση του 1894-1898, σε ύψος 2,40 μ. από το δάπεδο, μεταλλικοί ελκυστήρες, οι οποίοι επεκτείνονται και περιμετρικά στους τοίχους, του ναού. Τόξα επίσης ξεκινούν από τους κίονες και καταλήγουν στους βόρειο και νότιο τοίχο, για να μεταφέρουν ένα μέρος του φορτίου του τρούλου, προς τους πλευρικούς τοίχους.
Το ιερό, υψηλότερο κατά 10 εκ. από το δάπεδο του ναού, με τη μεσολάβηση του συνήθους αναβαθμού του σολέα, καταλήγει ανατολικά σε τρεις κόγχες, ημικυκλικές εσωτερικά και πεντάπλευρες εξωτερικά, που προεξέχουν από την τοιχοποιία της ανατολικής πλευράς. Ο χώρος του Ιερού Βήματος οριοθετείται από καρυδένιο ξυλόγλυπτο τέμπλο, αρκετά καλής τεχνικής, που κατασκευάστηκε από εντόπιο τεχνίτη, στην αναστήλωση που διενέργησε στα 1837, ο ηγούμενος Αθανάσιος Ρούσσος. Στις ανακαινίσεις του καθολικού, το 1906 και το 1962 αντίστοιχα, αντικαταστάθηκαν τα φθαρμένα σημεία του με νεότερα τμήματα. Ο φωτισμός του Ιερού γίνεται από τρία παράθυρα, ένα σε κάθε κόγχη και παραλληλόγραμμο φεγγίτη στην κεντρική κόγχη, σε δεύτερο επίπεδο.
Στους πλάγιους τοίχους κυριαρχούν τα ημικυκλικά χοροστασία, με στερεωμένα στασίδια, σε τυπική περιμετρική διάταξη. Τα χοροστάσια εξωτερικεύονται σε πεντάπλευρες κόγχες, που αποτελούν τυπικό γνώρισμα της περιόδου του 16ο αιώνα, αλλά και αργότερα και τα συναντούμε στις μονές: Διονυσίου (Άγιο Όρος), Μεγάλου Μετεώρου, Αγίου Παντελεήμονα (Αγιά Λαρίσης) και Φλαμουρίου (Πήλιο). Ο φωτισμός του κεντρικού τμήματος του ναού επιτυγχάνεται από τα 6 παράθυρα, ορθογωνικά στην εξωτερική τους όψη και τοξωτά στην εσωτερική τους, οργανωμένα σε δύο στάθμες και από τα οκτώ ορθογωνικά φωτιστικά ανοίγματα του τρούλου. Αποτέλεσμα όλων αυτών των επεμβάσεων είναι ο μέτριος φωτισμός του εσωτερικού, γεγονός που χαρακτηρίζεται εντελώς φυσικό, καθώς η κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε, πρόσφερε στους πιστούς, που κατέφευγαν στο ναό, το αίσθημα της περισυλλογής και της γαλήνης που αναζητούσαν.
Το πλευρικό παρεκκλήσιο. Αφιερωμένο στον Ιωάννη τον Προδρόμο είναι το, προσκολλημένο στη νοτιοδυτική πλευρά του νάρθηκα, παρεκκλήσιο του ναού. Αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο και έχει ξεχωριστή τοξωτή θύρα εισόδου στο δυτικό τοίχο, με υπέρθυρο από πωρόλιθο. Η επικοινωνία του με το νάρθηκα γίνεται με τοξωτή εσωτερική θύρα, της οποίας το ξύλινο φράγμα, όταν παραμένει ανοικτό, φράζει την είσοδο, η οποία οδηγεί με 14 πέτρινα σκαλοπάτια, στην κρύπτη του καθολικού, που βρίσκεται σε διάκενο ανάμεσα στη στέγη που σχηματίζουν ο νάρθηκας και το παρεκκλήσι. Η κρύπτη, που σήμερα χρησιμοποιείται ως οστεοφυλάκιο, αερίζεται από ορθογωνική σχισμή, στην ένωση του βόρειου τοίχου του με το νότιο του ναού. Το παρεκκλήσιο έχει μία ενδιαφέρουσα αγία Τράπεζα, η οποία αποτελείται από κτιστό βάθρο, καλυμμένο με μαρμάρινη πλάκα, πιθανότατα θωράκιο σε αρχαϊκό κτίσμα. Η πλάκα είναι τοποθετημένη ανάποδα, ώστε να αποκρύπτεται η ανάγλυφη παράσταση κερατόμορφου τέρατος.
Ο αγιογραφικός διάκοσμος του ναϊκού συγκροτήματος.
Ίσης ιστορικής σημασίας κεφάλαιο με την αρχιτεκτονική του καθολικού της μονής Γαλατάκη, αποτελεί και ο αγιογραφικός της διάκοσμος. Το παραπάνω ιστορικό γεγονός, τους συντελεστές του, αλλά και το χρόνο
πραγματοποίησής του, μαρτυρούσε άλλοτε η δίστιχη, μεγαλογράμματη επιγραφή ιστόρησης, που είχε τοποθετηθεί ακριβώς κάτω από την αντίστοιχη κτητορική. Σήμερα διακρίνονται μόνο σπαράγματά της και το πλήρες κείμενό της είναι γνωστό από τη μεταγραφή που πραγματοποίησε στα 1891 και δημοσίευσε στα 1940, ο Ν. Μπελλάρας: «ΥΣΤΕΡΟΝ ΥΣΤΟΡΙΣΘΗ ΔΙΑ ΣΠΟΥΔΗΣ ΚΟΠΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΚΥΡ ΦΡΑΓΚΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΗ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΙΣΑΑΚ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ. Επί ΕTOC ζψδ , ινδ. Ιδ΄».
Σύμφωνα με τις έρευνες του Μ. Χατζηδάκη και της Τριανταφυλλιάς Κανάρη, ο αγιογραφικός διάκοσμος είναι έργο του εργαστηρίου των Θηβαίων αδελφών Γεώργιου και Φράγκου Κονταρή και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα (1584-1586). Μάλιστα η Κανάρη σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το εργαστήρι των Κονταρήδων συναλλάχθηκε, τη συγκεκριμένη περίοδο, με την Κρητική σχολή, χωρίς ωστόσο να αρνηθεί την καλλιτεχνική του ταυτότητα, που το κατέτασσε ξεκάθαρα ανάμεσα σε αυτά της Ηπειρωτικής σχολής.
Ο αγιογραφικός διάκοσμος της μονής Γαλατάκη θα αποτελέσει για αιώνες, παρά τις φθορές που θα υποστεί από την πολυκαιρία και τη μανία των αλλοθρήσκων, διδακτική θέση για το ανώνυμο πλήρωμα και χώρο έκφρασης της λαϊκής θρησκευτικότητας των ναυτικών, οι οποίοι ανώνυμα φρόντισαν να χαράξουν τα ομοιώματα των ιστιοφόρων τους επάνω στις αγιογραφίες, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν την προστασία του Θείου. Δυστυχώς στα 1898, ο τότε ηγούμενος Λεόντιος Κοραχάης, στην προσπάθειά του να καλύψει τις ρωγμές που προκάλεσε ο σεισμός του 1894, στο εσωτερικό του ναού, θα σοβατίσει το μεγαλύτερο τμήμα τους. Από την ανακαινιστική-καταστροφική του μανία γλιτώνουν μόνο οι αγιογραφίες του δυτικού τοίχου του Καθολικού και αυτές του Ιερού Βήματος.
Ο αγιογραφικός διάκοσμος του Ιερού Βήματος.
Αρχίζοντας την περιδιάβαση στον εναπομείναντα τοιχογραφικό διάκοσμο του καθολικού της μονής Γαλατάκη, παρατηρούμε στην κεντρική κόγχη του Ιερού και γύρω από το θυσιαστήριο, ότι διασώζεται η κάτω ζώνη, όπου εικονίζονται ιεράρχες με ευχές της Θείας λειτουργίας. Διακρίνονται οι μορφές του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Κυρίλλου. Στην κάτω ζώνη του διακονικού εικονίζονται ο άγιος Βλάσιος, ο άγιος Ταράσιος, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και ο άγιος Κυπριανός.
Στη μεσαία ζώνη ιστορείται η παράσταση της Θείας Κοινωνίας των Αποστόλων. Η άνω ζώνη είναι κατεστραμμένη από τα επιχρίσματα τσιμέντου. Στο κέντρο της κόγχη της προθέσεως συναντούμε την παράσταση της
Άκρας Ταπείνωσης και δεξιά της τη μορφή του πρωτομάρτυρα Στέφανου.
Στα μέτωπα της κόγχης οι μορφές του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος και του αγίου Γρηγορίου. Στις υπόλοιπες επιφάνειες του Ι. Βήματος διατηρούνται σε καλή κατάσταση οι ολόσωμες παραστάσεις του αγίου Πορφυρίου, του αγίου Παύλου του Ομολογητή, του αγίου Ελευθερίου, του αγίου Πρόκλου και του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου.
Ο αγιογραφικός διάκοσμος του κυρίως ναού.
Στον τρούλο δεσπόζει ο Παντοκράτορας πλαισιωμένος από τα αγγελικά τάγματα. Στη μεσαία ζώνη του δυτικού τοίχου, αποτυπώνονται αγιογραφικά δύο οίκοι από τον Ακάθιστο Ύμνο, η φυγή στην Αίγυπτο και η Υπαπαντή. Στην κάτω ζώνη αγιογραφούνται ολόσωμοι οι άγιοι: Γοβδελάς, Κωνσταντίνος και Ελένη, όσιος Εφραίμ ο Σύρος, Θεόδωρος Στουδίτης και Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης. Επάνω από την πύλη εισόδου στον κυρίως ναό διατηρείται σε καλή κατάσταση ο Αναπεσών. Εικονίζεται ο Ιησούς σε νεαρή ηλικία, ανακεκλιμμένος. Το δεξί του χέρι στηρίζει την κεφαλή του και τα πόδια του ακουμβούν σε υποπόδιο. Αριστερά και δεξιά της κλίνης στέκονται με σεβασμό δύο άγγελοι. Ανάμεσά τους υπάρχει η επιγραφή: «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος τις εγερεί Αυτόν».
Στο βόρειο τοίχο του ναού υπάρχει, σε μέτρια κατάσταση διατήρησης, η ολόσωμη παράσταση του «άρχοντος Φραγκομουστάκη», με δαπάνες του οποίου αγιογραφήθηκε ο ναός. Όλος ο υπόλοιπος ναός είναι καλυμμένος με παχύ επίχρισμα τσιμέντου.
Ο αγιογραφικός διάκοσμος του Νάρθηκα.
Οι επιφάνειες των τοίχων του νάρθηκα έχουν, όπως και στον κυρίως ναό, διαιρεθεί σε τρεις ζώνες, με διαφορετική θεματολογία η καθεμία.
Στον ανατολικό τοίχο, αριστερά και δεξιά της εισόδου υπάρχουν δύο αβαθείς κόγχες. Στη μία εικονίζεται η Θεοτόκος καθήμενη, κρατώντας στην αγκαλιά της τον Ιησού και στην άλλη η σκηνή της Βάπτισης. Στην επιφάνεια της κάτω ζώνης στην ανατολική πλευρά του νάρθηκα υπάρχουν σκηνές από τη ζωή στον Παράδεισο.
Στη μεσαία ζώνη και στους τέσσερις τοίχους απεικονίζονται με λεπτομέρειες ο βίος και τα θαύματα του Αγίου Νικολάου. Στο νότιο τοίχο του νάρθηκα έχει διασωθεί η παράσταση της Κλίμακος του Ιωάννη.
Στην κάτω ζώνη του νοτίου τοίχου απεικονίζονται σε αυστηρή στάση οι ασκητές της ερήμου, με ειλητάρια στα χέρια τους. Διακρίνονται κατά σειρά οι άγιοι: Ευφρόσυνος, Αλέξιος, Ακάκιος, Μωϋσής ο Αιθίοψ, Ιωαννίκιος ο Μέγας, Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Λουκάς ο Στειριώτης.
Η άνω ζώνη των τεσσάρων πλευρών του νάρθηκα, όπως και οι πέντε ασπίδες, έχουν δοθεί για την αναπαράσταση των μαρτυρίων των αγίων της Εκκλησίας. Διακρίνονται τα μαρτύρια των: Μηνά, Βίκτορος, Βικεντίου, Πηγασίου, Ακινδύνου Ιωσήφ, Συμεών, Αικατερίνης, Βαρβάρας, Ιππόλυτου.
Στην έκτη ασπίδα που βρίσκεται προ της εισόδου, εικονίζεται η γνωστή παράσταση «Πάσα Πνοή». Στον αμέσως μεγαλύτερο κύκλο εικονίζονται όλες οι Ουράνιες Δυνάμεις: Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Εξαπτέρυγα, Αρχάγγελοι, Άγγελοι, Αρχαί, Κυριότητες, Δυνάμεις. Στον τελευταίο κύκλο έχουν ιστορηθεί Βασιλείς, Άρχοντες, Προφήτες, Απόστολοι, Ιεράρχες, Μάρτυρες, και Όσιοι. Στο κάτω μέρος του κύκλου απεικονίζονται όλα τα ζώα της γης, ήμερα και άγρια αληθινά και φανταστικά, ερπετά ψάρια, πτηνά.
Ο αγιογραφικός διάκοσμος του παρεκκλησίου.
Ο αγιογραφικός του διάκοσμος, αποτελεί εξαίσιο δείγμα της Κρητικής σχολής και διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση. Στον τρούλο απεικονίζεται ο Παντοκράτορας. Είναι περιβεβλημένος με χιτώνα λαμπρό, σε χρυσό χρώμα. Με το δεξί χέρι ευλογεί και με το αριστερό κρατά ευαγγέλιο στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Έξω από τον κύκλο είναι ζωγραφισμένοι οι τέσσερις Ευαγγελιστές, μέσα σε περίτεχνα πλαίσια, ανάμεσα σε αγγέλους. Σε μία μικρή καμάρα που υπάρχει πριν την κόγχη του ιερού απεικονίζεται ο εικοστός τέταρτος οίκος του Ακάθιστου ύμνου: «Ω πανύμνητε Μήτερ». Η Παναγία εικονίζεται σε θρόνο με στάση δέησης ακουμπά τα πόδια σε υποπόδιο και φέρει το Χριστό στην αγκαλιά της. Γύρω από το θρόνο στέκουν άγγελοι, οι οποίοι τους υμνούν. Γύρω τους δύο χοροί αγίων, προφητών και μαρτύρων.Στη δυτική καμάρα της οροφής εικονίζεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατά πινάκιο με την κεφαλή του, και ακόντιο, στην κορυφή του οποίου υπάρχει σταυρός. Στους ώμους του έχει φτερούγες αετού σύμφωνα με την προφητική ρήση.
Στο νότιο τοίχο υπάρχει η παράσταση της εις « Άδου Καθόδου». Ο Χριστός εικονίζεται περιβεβλημένος με ωοειδή δόξα. Η κάτω ζώνη του παρεκκλησίου έχει χωριστεί σε πλαίσια, όπου εικονίζονται άγιοι, μάρτυρες, ασκητές των οποίων η ταυτότητα δεν εξακριβώνεται, εξαιτίας της καταστροφής από ανθρώπινα χέρια. Εικονίζονται ολόσωμοι και σε μετωπική στάση.Όλη η μεσαία ζώνη είναι αφιερωμένη στην εξιστόρηση της ζωής και του προφητικού έργου του Ιωάννη του Πρόδρομου.Διάσπαρτα, αγιογραφικό διάκοσμο, υπάρχουν χαράγματα ιστιοφόρων πλοίων, πεντάλφες και ρόδακες, επίσης άγνωστης χρονολόγησης.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Το φαινόμενο συσσώρευσης κτηματικής περιουσίας από μονές, σαφώς αντίθετη με τα ορθόδοξα μοναστικά ιδεώδη, εμφανίζεται στα Βυζαντινά χρόνια, όταν ελεύθεροι καλλιεργητές, εξαιτίας της βαριάς κρατικής φορολογίας και των αυθαιρεσιών των τοπικών αρχόντων τα αφιέρωναν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ιδιαίτερη έξαρση παρουσιάζει το φαινόμενο το ΙΔ΄ αιώνα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγινε σιωπηρά αποδεκτό, με αποτέλεσμα τα μοναστήρια να συσσωρεύσουν τεράστιες περιουσίες. Τρεις ήταν οι κοινοί για όλες τις μονές τρόποι απόκτησης περιουσίας: οι κληροδοσίες, οι αφιερώσεις και οι αγορές.
Στο νησί της Εύβοιας η ακτινοβολία της μονής Γαλατάκη υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή στο χώρο του κεντρικού και βόρειου τμήματος. Η παρουσία της στις παραπάνω περιοχές ήταν έντονη χάρη στα μετόχια της, που αποδεικνύουν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές εξάρτησης θρησκευτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου των περιοχών από τη μονή. Η μονή Γαλατάκη, προχώρησε, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας σε σημαντικές αγορές εκτάσεων γης, σε περιοχές που εντοπίζονται εκτός της άμεσης πνευματικής εμβέλειας της, στη βόρεια και κεντρική Εύβοια. Παράλληλα η λατρευτική της ακτινοβολία την κατέστησε δέκτη δωρεών κτηματικών εκτάσεων, από χριστιανούς με αυξημένο βαθμό θρησκευτικότητας.
Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1470-1830), μπορούμε να σχηματίσουμε σχετική εικόνα για την κτηματική της περιουσία, καθώς στο αρχείο της σώζονται τουρκικά χοτζέτια και ταπία, με τα οποία η μονή Γαλατάκη κατοχύρωνε τις αγορές, που πραγματοποιούσε ή τις δωρεές ευσεβών χριστιανών. Σύμφωνα με το περιεχόμενό τους η μονή κατείχε κτήματα, κατοικίες και καταστήματα στη: Λίμνη, Μαντούδι, Χαλκίδα, Πολιτικά, Αιδηψό και Ιστιαία κ.ά.
Στα 1835 που συντάχθηκε ο Ι. Κώδικας της μονής καταχωρήθηκαν τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία:
Λιβάδια: 1 χημαδιόν περί την Μονήν, χωριτικότητος χιλίων περίπου θρεμμάτων. 1 χημαδιόν εις Άγιον Γεώργιον, χωριτικότητος έως εξακοσίων θρεμμάτων. 1 θερινόν εις το Μαντούδι χωριτικότητος έως πεντακοσίων θρεμμάτων.
Φυτά: 1500 ελαιόδενδρα περί την Μονήν. 150 εις Άγιον Γεώργιον, 160 εις Πολιτικά, 40 εις Νεροτριβιά.
Οικοδομαί: 3 οικήματα εις το μετόχι Μαντούδι, 1 εκκλησίαν ερείπιον, 1 νερόμυλος φιλονικούμενος, 1 ερείπιον εις χωρίον Λίμνη, 3 ερείπια στο μετόχιΑρχάγγελος, 1 εκκλησία Παναγία στο Αδραλί, 3 ερείπια οικημάτων εκεί, 1 εκκλησία άγιος Αθανάσιος, στο Βρωμοπόδι, 1 ερείπιον οικήματος, 1 εκκλησία η Κοίμησης εις μετόχιον Μαντούδι, 2 οικήματα, 2 ερείπια, 1 νερόμυλος φιλονικούμενος μετά του Γρυμάλη». (Ι. Κώδικας 1835, σ. 1)
Η συνέχεια εμφανίζεται καλύτερη για τη μονή Γαλατάκη, καθώς αποκτά και πάλι σημαντική περιουσία με αγορές και αφιερώσεις πιστών.
Στα 1861 «Στατιστικός πίναξ της καταστάσεως και της ακίνητης περιουσίας της μονής Γαλατάκη ο Άγιος Νικόλαος» μας πληροφορεί ότι στη συγκεκριμένη περίοδο η μονή κατείχε σε διάφορες περιοχές την παρακάτω ακίνητη περιουσία:
«Λίμνη. Αμπελώνας 2,5 στρεμμάτων. Γή καλλιεργήσιμον και ακαλλιέργητον απροσδιορίστου εκτάσεως μετά δασωδών μερών και βουνών περιλαμβάνουσα πέριξ της Μονής κατά την θέσιν Άγιος Γεώργιος 2.500 μικρά και μεγάλα ελαιόδενδρα. Εν ερείπιον οικίας, δύο εκκλησίας ο Άγιος Αθανάσιος και η Κοίμησις της Θεοτόκου.
Τρούποι. Εκκλησία Άγιος Γεώργιος, διάφοροι αγροί καλλιεργημένοι και ακαλλιέργητοι, αγνώστου εκτάσεως.
Αρχάγγελος. Μετά μιας εκκλησίας Αρχάγγελλος επιλεγομένης και μετά τεσσάρων ερειπωμένων οικιών.
Μαντούδιον. Μετόχιον περιέχον δύο εκκλησίας Αγ. Νικολάου και το Γενέσιον τηςΘεοτόκου, επτά οικίας μετρίας καταστάσεως, αλωνότοπους αγρούς καλλιεργημένους και ακαλλιέργητους, νομάς χειμερινάς και εαρινάς, αγνώστου εκτάσεως. Κρυόβρυση.88 στρέμματα αγρών καλλιεργησίμων.
Πολιτικά. 27 στρέμματα αγρών καλλιεργήσιμων περιέχοντα 132 ελαιόδενδρα. Εντός ξένων αγρών υπάρχουν 168 ελαιόδενδρα αφιερωμένα υπό διαφόρων. Εκκλησία η Κοίμησις της Θεοτόκου, δύο οικίες καλής καταστάσεως.
10. Ελαιών Άγιος Γεώργιος στρέμματα 25 ελαιόδενδρα 300.
11. Δάσος συνορευόμενον με όρια των χωρίων Φαράκλα, Σπαθάρι, Καλύβια, Τρούποι και θάλασσαν 34.000 στρέμματα.
12. Δάσος περιφέρεια Μαντουδίου στρέμματα 4.000.
13. Αγροί εν Μαντουδίω στρέμματα 700 απαλλοτριωθέντες υπέρ του συνεταιρισμού Μαντουδίου.
14. Εις τα χωρία Σπαθάρι, Τρούποι, Παλαιά φαράκλα, στρέμματα 1.700 εις διάφορες θέσεις, άπαντα απαλλοτριωθέντα υπέρ του συνεταιρισμού Σπαθαρίων-Τρούποι.
15. Μεταλλεία λευκολίθου εις διαφόρους θέσεις εντός του δάσους της Μονής του τμήματος Λίμνης, Φαράκλας, Σπαθαρίου, Καλύβια, Τρούπους και θάλασσα, στρέμματα περίπου 5.000-7.000».
free discount prescription card singlvkuchyni.cz prescription drug card
ΜΕΤΟΧΙΑ
Τα μετόχια που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αποτέλεσαν την εξωτερική περιουσία της μονής, την οποία οι μοναχοί φρόντισαν να εκμεταλλεύονται με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Με την επιστασία συνήθως του εκάστοτε οικονόμου και ροσωπικό, αποτελούμενο από μοναχούς και εργάτες, πραγματοποιείτο η σπορά, η συγκομιδή, η καταγραφή της παραγωγής και η εν συνεχεία διάθεσή της στην αγορά. Αναμφισβήτητα η ωφέλεια της διατήρησης στο διηνεκές, μετοχίων υπήρξε πολυσήμαντη: δεν εξυπηρέτησε μόνο τα οικονομικά συμφέροντα της μονής Γαλατάκη, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις συγκράτησε με τις υλικές της δυνάμεις τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής και συνέβαλε ουσιαστικά στην ενίσχυση του χριστιανικού φρονήματος και της πνευματικότητας των κατοίκων του νησιού, σε μια περίοδο που η εμμονή στην ορθοδοξία ήταν ταυτόσημη με τη διατήρηση της ελληνικής εθνικής συνείδησης και την έκφραση της εθνικής ταυτότητας.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τέσσερα μεγάλα μετόχια της μονής αλατάκη, τα οποία εκτός από κτηματική περιουσία, διέθεταν και τους απαραίτητους ναούς, που εξυπηρετούσαν τις λατρευτικές ανάγκες των περιοίκων. Αυτά κατά χρονολογική σειρά ίδρυσης είναι τα παρακάτω:
α) Το μετόχι της «Παναγίας της Περιβλέπτου» στα Πολιτικά Ευβοίας
Στο χωριό Πολιτικά 16 χιλιόμετρα από τη Χαλκίδα, υπάρχει βυζαντινός ναός, καθολικό γυναικείας σήμερα μονής, με απαρχές στον 11ο ή 12ο αιώνα.
Σε άγνωστη χρονική στιγμή, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το μονύδριο περιέπεσε σε καθεστώς ενοριακού ναού, καθώς απορροφήθηκε από τον αστικό ιστό του χωριού Πολιτικά. Το 16ο αιώνα μία ευγενική εκκλησιαστική μορφή, ο Μητροπολίτης Ευρίπου Λαυρέντιος αγόρασε το ναό και τον ενέταξε ως μετόχι στη μονή Γαλατάκη. Έως σήμερα δε γνωρίζαμε το χρόνο πραγματοποίησης της παραπάνω αγοράς. Από χοτζέτι του «ταπεινού Ραμζάν Βοεβόδα», χρονολογημένο στα 1578, με το οποίο οι μοναχοί του Γαλατάκη εξουσιοδοτούνται να προχωρήσουν «στην ανακαίνισιν της φημισμένης με το όνομα Παναγία εκκλησίας της υπαγομένης στον καζά Τεπολικά (Πολιτικά)», μπορούμε να τον τοποθετήσουμε, με μικρή απόκλιση, γύρω στα 1578.
Στα 1582 κάτοικοι της περιοχής προσπάθησαν να ιδιοποιηθούν τα κτήματά του μονυδρίου και οι μοναχοί του Γαλατάκη κατέφυγαν στον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄. Στις 2 Μαΐου 1582 εκδόθηκε σιγίλιο με το οποίο ανανεώνονταν τα δικαιώματα της μονής, στα κτήματα και στο μονύδριο της Περιβλέπτου. Μάλιστα ο Πατριάρχης Ιερεμίας διενέργησε και ανακρίσεις, διότι οι κάτοικοι ισχυρίσθηκαν ότι ο ναός αποτελούσε ιδιοκτησία της Μητρόπολης Ευρίπου και ο Λαυρέντιος κακώς τον αφιέρωσε στο Γαλατάκη. Ρωτήθηκε για το θέμα ένας πρώην Μητροπολίτης Ευρίπου, ο Άγιος Τιμόθεος, ο οποίος πληροφόρησε την Κωνσταντινούπολη ότι «ουδέποτε εφάνη ο ναός αυτός είναι της Μητροπόλεως, ως υπέλαβον τινές είναι, αλλά εκ χρόνων αμνημονεύτων του χωρίου(Πολιτικά) ήν εκκλησία».
Το 17ο αιώνα τα κτήματα της Περιβλέπτου καταπατούνται από τους αρχιερείς Ευρίπου, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μακροχρόνιες διαμάχες μεταξύ των μοναχών του Γαλατάκη και της Μητρόπολης. Οι ιεράρχες
δεν κάμπτονται από τις Πατριαρχικές παραινέσεις ή απειλές και τις ιεροδικαστικές τουρκικές αποφάσεις, που εκδίδονται σε βάρος τους, στο διάστημα 1755-1761 και απτόητοι συνεχίζουν την ανάρμοστη συμπεριφορά τους, σε βάρος της περιουσίας και των εισοδημάτων του μονυδρίου της Παναγία της Περιβλέπτου.
Το 1969, το Μετόχιο αυτό ανακηρύχθηκε αυτόνομη Ιερά Μονή από τον Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο (Σελέντη) και εγκαταστάθηκε γυναικεία αδελφότητα μοναχών.
β) Το μετόχι της «Παναγίας των Καλογραιών» στη Λίμνη
Στη Βόρεια πλευρά της Λίμνης ορθώνεται ένας μονόχωρος μεταβυζαντινός ναός η Koίμησις της Θεοτόκου ή «Παναγία των Καλογραιών», που από το όνομά του φανερώνει ότι στο παρελθόν υπήρξε το καθολικό γυναικείας Μονής. Ο ναός αυτός αναφέρεται σε σιγίλιο του Πατριάρχη Κύριλλου στα 1627 ως «εγκυλιδούμενον» στη μονή Οσίου Δαβίδ ή Γέροντος. Σε κάποιο διάστημα, άγνωστο πότε, ο ναός πέρασε στην κυριότητα της μονής Γαλατάκη και αποτέλεσε μετόχι της. Η πληροφορία περιέχεται σε ιεροδικαστική απόφαση του 1675, «του Μουλλά Ρετζέπ του Ξηροχωρίου και Μαντουδίου», στην οποία «η Παναγία των Καλογραιών», αναφέρεται ως «υποκείμενη εις την Μονήν Γαλατάκη», και παραχωρείται άδεια αναστήλωσής της, καθώς είχε υποστεί ζημιές στη στέγη και στους τοίχους, από σεισμό.
Στα 1894 καταστρέφεται και πάλι από το σεισμό της Αταλάντης και από αμέλεια ή αδιαφορία του τότε ηγουμένου Λεόντιου Κοραχάη, την αναστήλωσή του ανέλαβε ο κάτοικος Λίμνης Αθανάσιος Μπενετής.
Όταν στα 1906 ο ηγούμενος Χρύσανθος Προβατάς επιχειρεί να λειτουργήσει, συναντά την αντίδραση της οικογένειας Μπενετή και του εφημέριου Λίμνης Δημήτριου Μαργαζιώτη. Το θέμα παραπέμπεται προς εξέταση στην Ιερά Σύνοδο, η οποία παραγγέλλει στο Δήμαρχο Αιγαίων να αφαιρέσει τα κλειδιά από την ενορία Λίμνης και να τα παραδώσει στη μονή Γαλατάκη. Η προσπάθεια δε θα φέρει όμως αποτέλεσμα.
γ) Το μετόχι του αγίου Γεωργίου στη Μαράντζα (Λίμνη)
Το μετόχι του αγίου Γεωργίου βρίσκεται στην περιοχή Μαράντζα, 6 χιλιόμετρα ανατολικά της Λίμνης. Η αμαξιτή, χωμάτινη οδός που συνδέει τη Λίμνη με τη μονή Γαλατάκη, διέρχεται σε μικρή απόσταση από τον κατάφυτο λόφο, επί του οποίου υψώνεται ο μετοχιακός ναός του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (23 Απριλίου). Ολόκληρη η περιοχή γύρω από το ναό, παρουσιάζει, σύμφωνα με επιφανειακές έρευνες αρχαιολόγων (1964), οικιστική δραστηριότητα από τα Νεολιθικά χρόνια.
Ο υπάρχων ναός του αγίου Γεωργίου δεν είναι ο αρχικός. Εκείνος ορθωνόταν έως και το 1951, νοτιότερα του σημερινού, λίγο πριν από την απότομη κλίση των πώρινων βράχων του λόφου. Ίχνη από τους τοίχους του αρχικού ναού (ύψ: 0,50-2 μ.), καθώς και η κόγχη του ιερού του διακρίνονται ακόμη και σήμερα και αποκαλύπτουν με την πλινθοπερίκτιστη λιθοδομία τους, τη μεταβυζαντινή του καταγωγή.
Ο σημερινός ναός του αγίου Γεωργίου είναι μονόχωρος, και καλύπτεται με ξύλινη, δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη. Στη νότια πλευρά του υψώνεται μονόλοβο κωδωνοστάσιο, το οποίο ενώνεται με τον τοίχο του ναού, με δύο αψίδες. Στο εξωτερικό υπέρθυρο της εισόδου του ναού υπάρχει η παρακάτω επιγραφή: «ΕΤΟΣ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΕΩΣ 1951 ΕΠΙ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ κ.κ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ».
Δύο ανέκδοτα Οθωμανικά έγγραφα των ετών 1580 και 1649 αναφέρονται στο συγκεκριμένο μετόχι και αφορούν το μεν πρώτο στην απόκτηση και επικύρωση γαιών από την Οθωμανική διοίκηση, το δε δεύτερο στην αναστήλωση του διατηρούμενου μετοχιακού ναού. Το πρώτο έγγραφο είναι tapu που εκδόθηκε από τον τιμαριούχο του χωρίου Φαράκλα «Ταπεινό Μελκούτ υιό Απτουλλάχ, αστυνόμον», για να επικυρώσει την πώληση «χωραφίου του Αλή Παπουτζή, κειμένου εις την τοποθεσίαν την λεγομένην Σταβάρτη-Μήζο», στους «ιερωμένους της μονής της ονομαζομένης Άι-Γεώργης, Ιωσήφ και διάκο- Γεράσιμος». Σύμφωνα με το tapu, οι μοναχοί αγόρασαν το παραπάνω «χωράφι που σπείρεται με σπόρον τριών περίπου μοδίων», έναντι 280 άσπρων και απέκτησαν το δικαίωμα να το καλλιεργούν, πληρώνοντας «χρόνο με το χρόνο την εκ του Ιερού Νόμου οριζομένην δεκατίαν και τον στρατιωτικόν φόρον».
Στα 1649 οι μοναχοί του Γαλατάκη καταφεύγουν στις Οθωμανικές αρχές και αποσπούν άδεια από τον ιεροδικαστή Χαλκίδας «Μεχμέτ Μουλλά», ώστε να επισκευάσουν «την παρά την μονήν Αγίου Νικολάου αναφερομένην Εκκλησίαν την γνωστήν με το όνομα ΄Αι- Γιώργης, κατεστραμμένην με την πάροδον του χρόνου». Η άδεια εκδίδεται, ύστερα από αυτοψία και βεβαίωση ότι «η αναφερομένη Εκκλησία είναι αρχαία και όντως υπέστη καταστροφήν».
Άλλα στοιχεία για την κινητικότητα της κτηματικής περιουσίας του μετοχίου, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δε διαθέτουμε. Σε μεταγενέστερους χρόνους αναφέρεται η, σχετική με το μετόχι, εγγραφή, που εντοπίζεται στον Ι. Κώδικα της μονής (1835). Σύμφωνα με αυτήν, η αναλογούσα στο μετόχι γη, ανερχόταν σε «στρέμματα τριάκοντα, ποιότης γης Β΄», ενώ τα οροθέσιά της ήταν: «ανατολικά Κοιχριαίς, διτικά Λίμνη, βορεινά Μουρτιά και νοτινά θάλασσα».
δ) Το μετόχι του Αρχαγγέλου (Μαντούδι)
Στην περιφέρεια του Δήμου Κηρέως η μονή Γαλατάκη απόκτησε, σύμφωνα με το Δ. Αλβανάκη, από δωρεά του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Βόδα-Σούτζου το μετόχι Αρχάγγελος, με ναό αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Σε έγγραφο ωστόσο του ηγουμένου Νικόδημου Βογιατζή με χρονολογία 7 Φεβρουαρίου 1876, υπάρχει η πληροφορία ότι ο ναός ήταν παλαιότερος και «εκτίσθη με σχέδιον που είναι και λέγεται Βασιλική, εις αρχαίαν εποχήν υπό ευσεβών χριστιανών». Στα χρόνια πριν την Επανάσταση στο μετόχι διέμεναν δύο μοναχοί, οι οποίοι φρόντιζαν τα κτήματα. Κατά την περίοδο της Επανάστασης ο ναός πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο ηγούμενος Νικόδημος Βογιατζής θα επιχειρήσει στα 1876 να τον αναστηλώσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τελικά ο ναός θα ανοικοδομηθεί στα 1904-1905 από το Χρύσανθο Προβατά.
Στην τοιχοδομία του χρησιμοποιήθηκαν αρχαία μέλη από παρακείμενο κτίσμα, με χαρακτηριστικότερα τους τέσσερις μονολιθικούς κίονες με αρχαϊκού ρυθμού κιονόκρανα, που στηρίζουν το θόλο και τον εγχάρακτο δομικό λίθο, στη κόγχη του Ιερού, με απεικόνιση πλοίου. Στον περιβάλλοντα, τη δυτική πλευρά του περιβόλου, τοίχο, συναντούνται δύο εντοιχισμένα μέλη βυζαντινών θωρακίων και ένα τρίτο στη νότια πλευρά εσωτερικά.
Η μονή Γαλατάκη διαθέτει μία εξαιρετικά πλούσια παρακαταθήκη ιερών λειψάνων, κειμηλίων, εικόνων, χειρογράφων και βιβλίων, ανεκτίμητης αξίας. Ο προσκυνητής δέχεται την πρώτη και ουσιαστικότερη φιλοφρόνηση με την παρουσίαση των ιερών λειψάνων ενώπιόν του για προσκύνηση. Τα λείψανα φυλάσσονται σήμερα στο καθολικό, σε δρύινο προσκυνητάριο, ακουμπισμένο στην πρώτη αριστερά κολώνα που στηρίζει το τρούλο. Ασημένιες λειψανοθήκες με εγχάρακτο διάκοσμο, έξεργα τέχνης, φυλάσσουν τους αναλλοίωτους θησαυρούς της στρατευόμενης εκκλησίας.
Πληροφορίες για τον τρόπο απόκτησης των αγίων λειψάνων δε διαθέτουμε. Η πρώτη και μοναδική πληροφορία ύπαρξης ιερού λειψάνου, του σημαντικότερου ίσως για τη μονή, «της δεξιάς χειρός του αγίου, ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου», προέρχεται από σιγίλιο του Πατριάρχη Σεραφείμ, που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1758 για να υποστηρίξει ζητεία που οργάνωσε η μονή Γαλατάκη, όταν από πυρκαγιά καταστράφηκε τμήμα της Μονής και ο ελαιώνας που την περιέβαλε.
Η πρώτη επίσημη καταγραφή των αγίων λειψάνων έχει καταχωρηθεί στον Ι. Κώδικα της 24ης Μαΐου 1837 και είναι η εξής:
1. Η δεξιά χείρ του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου σε αργυρή θήκη, εντός αργυρού κιβωτίου.
2. Η κάλαμος (κνήμη) του ιερομάρτυρα Μηνά του Καλικέλαδου σε αργυρή θήκη.
3. Το μεσαίο δάκτυλο του ιερομάρτυρα Χαραλάμπους σε αργυρή θήκη.
4. Αργυρή πλάκα, περιέχουσα τμήματα λειψάνων του Ιωάννου του Προδρόμου, Μαρίας της Μαγδαληνής, Τρύφωνος και Παρασκευής.
5. Αργυρή θήκη με λείψανα του Αγίου Κήρυκου, Μοδέστου και Παντελεήμονος.
6. Μικρή αργυρή θήκη περιέχουσα λείψανα του Αγίου Χαραλάμπους, Προδρόμου και Στεφάνου.
7. Μικρή αργυρή θήκη με λείψανα του Αγίου Χαραλάμπους, Αναργύρου και Διονυσίου.
8. Αργυρή θήκη με λείψανα Μελετίου και Παντελεήμονος.
9. Θήκη περιέχουσα λείψανα του Αγίου Χαραλάμπους, Τρύφωνος, Πλάτωνος και Μητροδώρας.
10. Αργυρή θήκη περιέχουσα λείψανα των Αγίων Κωνσταντίου, Μάμαντος, Κυριακής και Μηνά.
11. Πέντε αργυρόδετα λείψανα του Ιωαννικίου του Μεγάλου, Νικήτα, Ελευθερίου, Στεφάνου του Νέου και Ματρώνης.
12. Πέντε τεμάχια λειψάνων των Αγίων Παντελεήμονος, Δαυίδ και Παρασκευής, τα άλλα δύο ανώνυμα».
Όταν στις 29 Αυγούστου 1907, ο αρχιεπίσκοπος πλέον Χαλκίδας και Καρυστίας Χρύσανθος Προβατάς, παρέδωσε την κινητή και ακίνητη περιουσία, ως πρώην ηγούμενος της Μονής, στο νέο ηγούμενο Θεοδόσιο Παπακωνσταντίνου, καταχωρήθηκε στο «Πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής», η παρακάτω καταγραφή: «α/α: 14. Τέσσερα τεμάχια χώματος μεμιγμένα μετά μαρτυρικού αίματος». Το παραπάνω άγιο λείψανο αποτελεί παραχώρηση του ηγούμενου Χρύσανθου.
Νέα άγια λείψανα προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα, στο διάστημα 1907-1908,από τον ηγούμενο Θεοδόσιο Παπακωνσταντίνου. Τότε η μονή Γαλατάκη απόκτησε μία «αργυράν θήκην περιέχουσαν οστά των αγίων Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κοσμά, Δαμιανού και Θεοδώρου». Στα νεότερα χρόνια η μονή απόκτησε και τμήματα λειψάνων του Αγίου Νικολάου και του οσίου Δαβίδ.
Έγγραφα του αρχείου προσφέρουν πολλές μαρτυρίες για τη μεταφορά λειψάνων εκτός μονής, ώστε να τελεστούν αγιασμοί και λιτανείες, σε περιπτώσεις ασθενειών, θεομηνιών ή άλλων θρησκευτικών εκδηλώσεων.
Χαρακτηριστικές είναι δύο περιπτώσεις, που αφορούσαν στην επιδρομή ακρίδων, που έπληξε τις καλλιέργειες της Λίμνης και του Μαντουδίου. Οι δημοτικές αρχές τους, αφού εξάντλησαν όλα τα μέσα για την αντιμετώπισή τους, ζήτησαν στις 4 και 7 Ιουνίου 1841 αντίστοιχα, από τη μονή Γαλατάκη να αποστείλει «τα ιερά λείψανα προς τέλεσιν αγιασμού δια την εξάλλειψιν του φθοροποιού ζωυφίου της ακρίδος».
Η παραπάνω θρησκευτική πρακτική των αρχών και των κατοίκων της περιοχής αποτελεί ένα ενδεικτικό σημείο αναφοράς για το σύστημα αξιών, θρησκευτικών νοοτροπιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών, που αναπτύσσονται γύρω από τη μονή Γαλατάκη, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της.
Ιερά κειμήλια
Σημαντικά κειμήλια στη μονή Γαλατάκη δε σώζονται, καθώς αυτά είτε καταστράφηκαν είτε κλάπηκαν στη διάρκεια του περιπετειώδη βίου της. Η πρώτη μαρτυρία ύπαρξης τους εντοπίζεται στη σελίδα 2 του Ι. Κώδικα και περιλαμβάνει τα εξής κειμήλια:
«1. δισκοπότηρο αργυρούν 1.
2. Ευαγγέλιον αργυρούν 1
3. Θυμιατήριον αργυρούν 1
4. Σταυρός αργυρούς μεγάλος 1
5. Περιζώνια αργυρά 5
6. Σταυρός αργυρούς 1».
Στη σελίδα 16 του ίδιου Ι. Κώδικα συναντούμε τα παρακάτω ιερά κειμήλια:
«Εικόν μία Δεσποτηκή του Σωτήρος (χρονολ. 1817)
Μία εικόνα του αγίου Νικολάου Δεσποτηκή
Μία εικόν της αναστάσεως μικρή
Έν δισκοπότηρον αργιρούν με δίσκο και αστερίσκω
Έν Ευαγγέλιον με βιλούδον και με πλάκας αργυράς
Μικρούς και αναγκαίους σταυρούς και λοιπά».
Βιβλιοθήκη
Στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσονται χειρόγραφα και έντυπα βιβλία. Από παραδόσεις πληροφορούμαστε ότι η μονή είχε στο παρελθόν μεγάλη συλλογή βιβλίων, τα οποία χάθηκαν μέσα στον κυκεώνα των περιπετειών, ιδιαίτερα το 19ο και 20ο αιώνα. Σχεδόν στο σύνολό της, η νεότερη βιβλιοθήκη καταστράφηκε στα 1904, ύστερα από εντολή της Νομαρχίας Εύβοιας, για να αντιμετωπισθεί η θανατηφόρα ασθένεια της φυματίωσης.
Οι πρώτες πληροφορίες για τον αρχικό πυρήνα της συλλογής των βιβλίων εντοπίζονται σε «Πρωτόκολλο Παράδοσης- Παραλαβής» του 1860. Σ΄ αυτό καταγράφονται 54 βιβλία θεολογικού και ιστορικού περιεχομένου. Στην περίοδο της ηγουμενίας του Χρύσανθου Προβατά η βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε με πλήθος βιβλίων για την πνευματική κατάρτιση των μοναχών.
Χειρόγραφοι Κώδικες
Παρότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη και λειτουργία εργαστηρίου αντιγραφής χειρογράφων στη μονή Γαλατάκη, ωστόσο διασώζεται μικρή συλλογή χειρογράφων, που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη. Αυτά είναι τα παρακάτω:
1. Χειρόγραφος Νομοκάνονας Μανουήλ Μαλαξού
2. Ανοιξαντάριον
3. Αγιασματάριον (1873)
4. Μουσικό χειρόγραφο.
Έντυπα
Τα παλαιότερα έντυπα βιβλία, που σώζονται σήμερα στη βιβλιοθήκη είναι τα παρακάτω:
5. Τα τέσσερα Θεία και Ιερά Ευαγγέλια. Ενετίησιν 1799
Τα υπόλοιπα βιβλία χρονολογούνται μετά το 1800, ανέρχονται περίπου σε 60 με περιεχόμενο λειτουργικό, θεολογικό, ιστορικό, νομικό, και φιλοσοφικό.
Αρχείο
Το αρχείο της μονής αποδεικνύεται πραγματικός θησαυρός για τον ερευνητή, που θέλει να μελετήσει την ιστορία της. Μεταξύ των άλλων φυλάσσονται Πατριαρχικά σιγίλια, Σουλτανικοί ορισμοί, Χοτζέτια, Ταπία και διαθήκες, της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Σε πολύ καλή κατάσταση διατηρούνται τα διαχειριστικά βιβλία της μονής, από το 1835, έως και το 1946. Επιπρόσθετα, ο εκ Λίμνης Εφημέριος Χαλκίδος Πρωτοπρεσβύτερος Ανέστης Νάκος, δημιούργησε ξεχωριστούς φακέλους των ηγουμένων της μονής (1832-1946), στους οποίους συμπεριέλαβε όλα τα λυτά έγγραφα της περιόδου, με χρονολογική ταξινόμηση.
Σφραγίδες
Στοιχεία για παλαιότερες σφραγίδες της μονής Γαλατάκη δε διαθέτουμε, καθώς έγγραφα παλαιότερα του 1837 δε φέρουν σφραγίδες. Στις 9 Φεβρουαρίου 1835 η Αντιβασιλεία απέστειλε στις επισκοπές, διάταγμα με το οποίο καταργούσε τις παλιές σφραγίδες των μοναστηριών και καθόριζε τον τρόπο κατασκευής νέων. Η νέα σφραγίδα της μονής, τέθηκε σε χρήση το 1836. Ανταποκρινόταν πλήρως στο διάταγμα και ήταν από ορείχαλκο, κυκλική, με διαμέτρου, με σταυρό στο κέντρο της και κυκλικά την επιγραφή: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ Α. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΑΛΑΤΑΚΙ ΕΒΟΙΑΣ. Διαιρούνταν σε 3 μέρη, που φυλάσσονταν από τον ηγούμενο και τα δύο μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου.
Τη σφραγίδα αντικατέστησε στα 1906, ο ηγούμενος Χρύσανθος Προβατάς. Παρέμεινε ορειχάλκινη, με τριμερή διαίρεση, μεγάλωσε σε διαστάσεις και έφερε σταυρό στο κέντρο της και κυκλικά την επιγραφή: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΑΛΑΤΑΚΗ ΕΥΒΟΙΑΣ. Στα 1907 η Μονή κατασκεύασε και δεύτερη σφραγίδα με τη μορφή του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της και επιγραφή: ΙΕΡ. ΜΟΝΗ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΑΛΑΤΑΚΗ. ΕΥΒΟΙΑ, η οποία δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Οι παραπάνω σφραγίδες φυλάσσονται σήμερα στο αρχείο της μονής.
Γνωστοί ηγούμενοι της μονής, από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, με βάση τις μαρτυρίες αρχειακών εγγράφων και εγχάρακτων επιγραφών, είναι οι εξής:
1. 1555: Δωρόθεος Λεπτός. Αναφέρεται σε ιεροδικαστική απόφαση, η οποία επικυρώνει έγγραφο πώλησης μισού στρέμματος αμπελώνα στη μονή ως εξής: «στον με το όνομα Δωρόθεον Λεπτόν φέροντα το παρόν έγγραφον, καλόγηρον αξιωματικόν της Μονής Αγίου Νικολάου Γαλατάκη».
2. Πριν το 1566: Εφραίμ. Αναφέρεται ως προηγούμενος της μονής, στην επιγραφή ανοικοδόμησης του καθολικού στα 1566.
3. 1566: Ποιμήν. Είναι ο ηγούμενος που πραγματοποίησε την ανοικοδόμηση του 1566. Αναφέρεται στην παραπάνω επιγραφή.
4. 1586: Ισαάκ. Στη διάρκεια της ηγουμενίας του αγιογραφήθηκε το ναϊκό συγκρότημα. Αναφέρεται στην επιγραφή ιστόρησης του καθολικού, του 1586.
5. 1641: Φιλόθεος. Με εκπρόσωπό του τον «παπά Ιωακείμ, μοναχό της Μονής», επανακτά, με ιεροδικαστική απόφαση αμφισβητούμενο βακουφικό κήπο. Αναφέρεται ως «Ηγούμενος παπά Φιλόθεος της Μονής Αγίου Νικολάου».
6. 1675: Λεόντιος. Τον συναντούμε σε ιδιωτικό πωλητήριο που υπογράφει ο τιμαριούχος της Καστέλας Μεχμέτ Σπαχής. Αναφέρεται ως « ηγούμενος παπά Λεόντιος».
7. 1761: Γεράσιμος. Σε ιεροδικαστική απόφαση εναντίον του καταπατητή των κτημάτων του μετοχίου Πολιτικά, Αρχιεπισκόπου Ευρίπου Παϊσίου, αναφέρεται ως «ηγούμενος παπά Γεράσιμος».
8. 1800-1821: Διονύσιος Χαλκάς. Μοναχός της μονής Γαλατάκη. Την εγκατέλειψε μετά το φονικό επεισόδιο του 1787 και την επανασύστησε ως ηγούμενος στα 1800. Υπογράφει σε χρεωστικά ομόλογα του 1809 ως «παπά Διονύσιος ανικολαήτις ηγούμενος».
Β΄ περίοδος: 1832-1946
Η καταγραφή των ηγούμενων όπως και των μοναχών της μονής Γαλατάκη είναι πλήρης για τα μετεπαναστατικά χρόνια, καθώς υπάρχουν οι μαρτυρίες στο αρχείο της. Όσον αφορά στους ηγούμενους αντλούνται πληροφορίες από τα «Πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής» που υπέγραφαν ο απερχόμενος και ο νεοδιοριζόμενος ηγούμενος. Με βάση τα πρωτόκολλα, η σειρά διαδοχής των ηγουμένων της μονής Γαλατάκη είναι η εξής:
Στα 1946 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Ε΄ Πλειαθός (1922-1968), έθεσε ως στόχο την επαναλειτουργία της μονής. Ύστερα από πρότασή του (υπ' αριθ 393)στην Ιερά Σύνοδο και απόφαση αυτής (υπ' αριθ. 2.391),η μονή Γαλατάκη μετατράπηκε στις 7-11-1946, σε γυναικεία, με κοινοβιακό σύστημα. Το Βασιλικό Διάταγμα της μετατροπής δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ 336/15-11-1946.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1946 εγκαταστάθηκαν στη μονή Γαλατάκη η γερόντισσα Χριστονύμφη Λάμπρου και οι μοναχές: Χαρπίνη Αγουρίδου (+1996), Φεβρωνία Κόλια, Σαλώμη Περράκη, Ιουστίνη Βαληνδρά, Ακυλίνα Καλοθέου (+1990), Άννα Θεοχάρη (+1980), για να την υπηρετήσουν με πίστη, ταπείνωση και ιερό ζήλο. Λίγο αργότερα στη συνοδεία προστέθηκαν και οι: Μακρίνα Κοϊνάκη, Ανυσία Βούλγαρη και Ταβιθά Γκίζα.
Οι μοναχές με την καθοδήγηση της Χριστονύμφης επιδόθηκαν στον εξωραϊσμό των κτιριακών εγκαταστάσεων και του ναϊκού συγκροτήματος και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με την αμέριστη συμπαράσταση του Μητροπολίτη κυρού Γρηγορίου, αλλά και με τη γενναιόδωρη οικονομική στήριξη και βοήθεια ευλαβών προσκυνητών το συγκρότημα πήρε και πάλι την όψη μοναστηριού.
Το 1950 η ηγουμένη Χριστονύμφη, με την έγκριση της Μητρόπολης λειτούργησε οικοτροφείο Θηλέων και περιέθαλψε έως και το 1972, περισσότερα από 50 ορφανές νέες.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1985, αναδείχθηκε, ύστερα από ψηφοφορία, ηγουμένη, η μοναχή Φεβρωνία Κόλλια κατά κόσμον Φωτεινή, (Ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Χρυσόστομος: Διοριστήριο αριθ. Πρωτ. 710/3-9-1985) μέλος από το 1946, της συνοδείας της μακαριστής ηγουμένης Χριστονύμφης. Στο ηγουμενοσυμβούλιο εκλέχτηκαν οι μοναχές Σαλώμη Περράκη (+2001) και η Μαριάμ Πανουργιά. Στην αδελφότητα στο μεταξύ, προστέθηκαν η Ευπραξία Βενιζέλου (+1994), Βερονίκη Μακρή, Χριστονύμφη Αλεξανδρή, Πελαγία Μαρκίδου, Θεοκτίστη Μαστραντώνη, η Ευπραξία Μπούγια, Φιλοθέη Κώνστα, καθώς και η δόκιμη Πολυξένη.
Οι μοναχές με την καθοδήγηση της γερόντισσας Φεβρωνίας αποδύθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα για να ανακαινίσουν τη μονή Γαλατάκη. Στα 1987 ανακατασκεύασαν τον ξενώνα στη βορινή πλευρά, το 1990 ανακαινίσθηκε, εκ βάθρων, ολόκληρη η ανατολική πλευρά και κτίσθηκαν: Τράπεζα μοναχών, Μαγειρείο, Τράπεζα προσκυνητών, Κουζίνα προσκυνητών, Παραπόρτι, Ιερός ναός αγίου Ανδρέα, 1 κελί, εργαστήριο υφαντουργίας.
Στα 1997 αντικαταστάθηκε η στέγη του καθολικού, του κωδωνοστασίου και του ηγουμενείου, ενώ αναπαλαιώθηκε η Ν.Δ πλευρά. Τον Αύγουστο του 2000 ξεκίνησαν οι εργασίες διαμόρφωσης και πλακόστρωσης του αύλειου χώρου, Σήμερα έχουν ολοκληρωθεί, με άριστα αποτελέσματα, για τη γενική εικόνα της μονής και πλέον το κύριο βάρος των ανακαινίσεων έχει δοθεί στην βόρεια πτέρυγα.